3o.Κεφάλαιο
"Βλέποντας τον"
Έντουαρντ.
Παίρνοντας τον καφέ στο χέρι, φόρεσα τα γυαλιά ηλίου μου και περπάτησα προς το αμάξι μου, ανοίγοντας την πόρτα, το κινητό μου χτύπησε ξαφνικά μέσα στην τσέπη της φόρμας μου. Βάζοντας το χέρι στην τσέπη το έβγαλα και είδα το όνομα του Έμετ στην κλήση αναστενάζοντας απάντησα στην κλήση του.
"Τι θέλεις;"του απάντησα βαριεστημένα μπαίνοντας μέσα στο αμάξι και κλείνοντας την πόρτα έβαλα στο καφέ μου στην ειδική θήκη του.
"Πω, πω, πω μες στην όρεξη είσαι φίλε"άκουσα τον Έμετ να σχολιάζει όπως πάντα. Ακούμπησα το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα και βγάζοντας τα γυαλιά μου, είδα μέσα από τον καθρέφτη την μελανία που ακόμα δεν έλεγε να φύγει γαμώτο μου, που σχημάτιζε ένα ημικύκλιο γύρω από το μάτι μου. Αν τον έβρισκα μπροστά τώρα θα το έδειχνα τι θα πει να σου μαυρίζουν τον μάτι.
"Είμαι κουρασμένος"του απάντησα παρατηρώντας την μελανία που ξεκινούσε από το φρύδι μου και έφτανε μέχρι τα μήλα μου. Είχε γερό χέρι ο άτιμος ο μαλάκας, εκεί που πήγα να την πέσω στο καινούργιο φρούτο που πιστεύω ότι πρέπει να ερχόταν για πρώτη φορά στο μπαράκι, κατέληξα να βγω ο πιο ηλίθιος την υπόθεσης. Έμπλεξα με έναν βλάκα που αν του πείραζες την κοπέλα θα της έτρωγες κιόλας. Αυτό είχα πάθει και εγώ εκείνη την βραδιά, αρκετά πιωμένος μπορούσα να πω αλλά καταλάβαινα τι μου γινότανε γύρω. Η κοπελιά με τα καστανά μάτια όταν ήρθε δίπλα μου ζητώντας ένα ποτό δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά η φωνή της, τόσο απαλή, τόσο ζεστή που μου τράβηξε αυτομάτως την προσοχή, χωρίς καν να την δω.
Γυρίζοντας το βλέμμα μου προς την μεριά της όλο το πακέτο ήρθε και έδεσε. Ένα καλλίγραμμο σώμα, με καμπύλες, λεπτή μέση και μακριά πόδια συμπλήρωνε όλο το πακέτο που πάντα έψαχνα σε μια κοπέλα. Την έβλεπα που με κοιτούσε με τα την άκρη του ματιού της ενοχλημένη που έπαιρνα μάτι ενώ τα σαρκώδη χείλη της να σε παρακαλούν να τα φιλήσεις μέχρι τελευταίας πνοής.
"Έντουαρντ, καλή γή, Έντουαρντ, καλή γη"η φωνή του Έμετ έσβησε την μορφή της κοπέλας.
"Εδώ είμαι"του είπα κοιτάζοντας έξω από το αμάξι τον κόσμο να περνάει.
"Τι έκανες χθες και είσαι κουρασμένος-"πήγα να του πω ότι χθες στο αμάξι ήμουνα με την Λιν να μου κάνει ένα καλό στοματικό που πρώτη φορά συναντάω σε μια κοπέλα.
"Μην μου πεις ήσουνα με την Λιν, για αυτό είσαι κουρασμένος" έτριψα το πιγούνι μου δαγκώνοντας για μια στιγμή το κάτω χείλος μου. Ακριβώς στο διπλά κάθισμα καθότανε η καλή μου. Τότε μια φωνή ή μάλλον ένα ουρλιαχτό διέκοψε την στιγμή μας. Μια λέξη που αντήχησε μέσα από τα αγκομαχητά μας.
"Αρκετά"
Αμέσως με ξύπνησε από το στοματικό που μου έκανε η Λιν. Την έσπρωξα από πάνω μου και κούμπωσα το παντελόνι μου όπως, όπως.
"Τι έγινε;"η φωνή της έτρεμε για μια στιγμή από την ξαφνική μου αντίδραση.
"Άκουσες κάτι;"την ρώτησα κοιτάζοντας στα πίσω καθίσματα και τότε κάτι παρατήρησα έξω από το τζάμι. Μια λευκή φούστα να ξεπροβάλει από το κάδο απορριμάτων. Έκανα την κίνηση να βγω όταν το χέρι της Λίν έκλεισε γύρω από το μπράτσο μου.
"Που πας;"με ρώτησε κοιτάζοντας με τα μελί μάτια της.
"Έρχομαι"της απάντησα απλά, δίνοντας την ένα απαλό φιλί στα χείλη της. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω.
Η σιωπή απλώθηκε γύρω μου, μόνο κάποια σίδερα έτριζαν στον μικρό χώρο. Περπάτησα μερικά βήματα κοιτάζοντας πάντα γύρω μου, η ματιά μου έπεσε στο κάδο απορριμάτων η λευκή φούστα είχε εξαφανιστεί.
"Έλα βρε Έντουαρντ να συνεχίσουμε" άκουσα ξαφνικά την φωνή της Λιν να με παρακαλάει να την κάνω δικιά μου.
"Μισό λεπτό νομίζω ξέρω που είναι" της είπα πλησιάζοντας τον κάδο απορριμάτων όταν τρία κορίτσια εμφανίστηκαν μπροστά μου απότομα.
Η μια φορούσε ένα ψάθινο καπέλο τα μάτια της έμεινα να με κοιτούν στο πρόσωπο κάτι μου θύμισε, σίγουρα την είχα ξαναδεί!Η επόμενη ήταν μια ξανθιά με μακριά μαλλιά και γαλανά σκούρα μάτια που σίγουρα και αύτη από κάπου θα ξεφύτρωσε. Το καλύτερο ήτανε ότι η τελευταία κοπέλα με τα καστανά μάτια ,τα μακριά πόδια που τα κολάκευαν το μαύρο τζιν της, έκανε ένα κλικ μέσα στις θολωμένες αναμνήσεις μου, ανάμεσα στην κατανάλωση του ποτού που ήπια και στην συνείδηση μου να προσπαθεί να φέρει μια θολωμένη μορφή και τότε το πρόσωπο της συσπάστηκε κοιτάζοντας με άναυδη.
Μπροστά μου, μπροστά μου είχα το καινούργιο ονόματι φρούτο μου που της την είχα πέσει στο μπαρ και είχα φάει μια καλή μπουνιά από τον μαλάκα τον γκόμενο της. Το πρόσωπο μου αλλοιώθηκε, μετατρέποντας τον σε θυμό αλλά ξαφνικά κοιτάζοντας αυτά τα όμορφα καστανά ματάκια να με κοιτούν σαν να με περίμενε, με ξάφνιασε.
"Εσύ" μίλησα. Κινήθηκα κοντά τους όταν η Μπέλλα φώναξε.
"Τρέξτε, γαμώτο, τρέξτε" σαν να τις κυνηγούσα.Αυτό με εκνεύρισε αφάνταστα εκείνη την στιγμή.
"Ηλίθια, γύρνα πίσω γαμώτο μου" φώναξα αλλά με αγνόησε τελείως.
"Έντουαρντ, κοιμάσαι καλά;" η φωνή του Έμετ με επανέφερε στην πραγματικότητα σβήνοντας την ανάμνηση μου.
"Έλα" του είπα κοιτάζοντας για μια στιγμή έξω.
"Επειδή, από τι σε κόβω, δεν είσαι καλά, πέρνα από το φροντιστήριο γιατί ο γέρος σου δεν είναι καλά, εκτός αυτού έχεις και δουλεία" η φωνή του γεμάτη άγχος πάνω στην αγωνία του να προλάβουμε να πληρώσουμε τους λογαριασμούς του φροντιστηρίου.
"Εντάξει, εντάξει, θα περάσω τώρα από εκεί" του απάντησα βαριεστημένα γυρίζοντας το κλειδί που βρισκότανε στην μίζα του αυτοκίνητου μου. Η μηχανή άναψε προκαλώντας έναν ευχάριστο θόρυβο σε εμένα αλλά στους γύρω μου όχι και τόσο, αφού με κοιτούσαν παράξενα.
"Θα σε δω τότε" είπε και η γραμμή κόπηκε. Πέταξα το κινητό στο διπλανό κάθισμα και ξεκίνησα. Πάτησα το γκάζι και τα λάστιχα πίσω έτριξαν. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε ενώ προσέχοντας να μην στουκάρω σε καμία κολόνα, έβαλα ένα τραγούδι. Οι ήχοι της δυνατής μουσικής γέμισαν το αυτοκίνητο μου και αυτό μου έφερε αμέσως στο μυαλό τις καλλίγραμμες καμπύλες της που κολλούσαν στο μίνι φόρεμα μας της.
Ξαφνικά ένιωσα μέσα μου τον ερεθισμό μου να ξυπνάει. Έριξα μια ματιά προς τα κάτω.
"Τώρα βρήκες να ξυπνήσεις" του είπα κοιτάζοντας τον. Μα τι κάνω λες και θα έπαιρνα απάντηση. Σύντομα θα βρισκόμουνα στα χάδια της Λιν, μια δύο ημερούλες έμειναν και μετά άντε γεια γλυκιά μου.
Έπειτα από μία ώρα δρόμου φτάνοντας στο φροντιστήριο αγγλικών Μεσιέν του πατέρα μου.Κράτησα τον καφέ στο χέρι μου και μπαίνοντας μέσα συνάντησα τον 'Εμετ στην αίθουσα υποδοχής να φοράει ένα μπλε πουκάμισο με γραβάτα και ένα μαύρο ακριβό παντελόνι.
"Καλώς τον" αναφώνησε χαρούμενος βλέποντας με, αφήνοντας τα έγγραφα του που κρατούσε, με πλησίασε εξετάζοντας με. Δεν ήμουνα και στην καλύτερη φόρμα μου σήμερα εκτός ότι είχα μια μελανιά στο μάτι, ήθελα επειγόντως να ξεθυμάνω κάπου.
"Πως πάει;" τον ρώτησα πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ μου. Κοίταξα με την άκρη του ματιού μου κάποια κοριτσάκια που με γλυκοκοίταζαν. Ο Έμετ ξερόβηξε διακριτικά προς το μέρος του.
"Εσείς δεν έχετε μάθημα;" τις ρώτησε με αυστηρότητα. Εκείνες κοιτώντας με για λίγο έριξαν το βλέμμα του επάνω του.
"Ναι, ναι, ναι τώρα έχουμε, πάμε Ελίνα" είπε και αρπάζοντας την κοπελίτσα με τα καστανά μαλλιά προς τις σκάλες που οδηγούσαν προς τους επόμενους τρεις ορόφους.
"Όλες εδώ μέσα σε κοιτάνε με λύσσα" σχολίασε ο Έμετ. Ένα πονηρό χαμόγελο διαγράφτηκε στα χείλη μου.
"Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό, άλλωστε όχι άδικα" του είπα χτύπησα περπατώντας προς το ασανσερ πατώντας το κουμπί για να το καλέσω.
"Σου είπε τίποτα η πατέρας μου;" η φωνή μου ακούστηκε τελείως διαφορετική στην αναφορά που έκανα στον πατέρα μου.
Ο Τσάρλι Μεσίεν είναι ο πλουσιότερος και με το πιο γνωστό όνομα στην πόλη, με τα πάρα πολλά λεφτά και επίσης με την καλύτερη έγκριση αγγλικών πτυχίων . Εγώ αντιθέτως δεν είμαι γνωστός, δεν γούσταρα να είμαι δημοφιλής να πηγαίνω σε πριβέ πάρτι και να μου την πέφτουν διάφορες. Όχι ότι με χάλαγε να είμαι περιτριγυρισμένος με κοπέλες, αλλά ένιωθα ότι δεν με καταλάβαιναν, το μόνο που έβλεπαν ήταν τα πολλά λεφτά και το ωραίο αυτοκίνητο μου.
Ποτέ καμία κοπέλα δεν με έχει πλησιάσει εκτός από αυτόν τον λόγο.
"Συνέχεια κάνει παράπονα Έντουαρντ, δεν εργάζεσαι σωστά, δεν κλείνεις ούτε οκτάωρο στο φροντιστήριο-", είπε αλλά τον αγνόησα τελείως. Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν την στιγμή που πήγα να μπω και η ματιά μου συνάντησε το αγριεμένο βλέμμα του πατέρα μου, αμέσως τραβήχτηκα προς τα πίσω βλέποντας στον.
"Καλημέρα μπαμπά" έσπασα πρώτος την σιωπή και κοιτάζοντας τον, διέκρινα τον θυμό του στα μαύρα μάτια του. Απομάκρυνα το βλέμμα μου για μια στιγμή καθώς δεν άντεχα να με κοιτάει περιφρονητικά λες και ήμουν κανένας άχρηστος, εντάξει λίγο ντεμπελάκος μπορώ να πω ότι είμαι αλλά άχρηστος; Ε όχι.
"Σε έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνες, που ήσουνα;" με ρώτησε βγαίνοντας από το ασανσέρ, οι πόρτες έκλεισαν πίσω του και έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του ακριβού του κοστουμιού.
"Διάβαζα μέχρι αργά" απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη για μια δικαιολογία. Με την άκρη του ματιού κοίταξα τον Έμετ που είχε σφιγμένα τα χείλη του μπροστά στον Τσαρλι Μεσιεν.
"Διάβαζες; Μήπως νομίζεις μικρέ ότι τρώω κουτόχορτο;" η φωνή του σκλήρυνε όπως και το βλέμμα του.
"Ξέρω καλά που ήσουνα και τι έκανες Έντουαρντ, απορώ γιατί δεν στρώνεσαι μια φορά να δουλέψεις σωστά όπως ο Έμετ που είναι από το πρωί εδώ ενώ εσύ, που ήσουνα;-"διέκοψε την πρόταση του κοιτάζοντας με αυστηρά. Δεν του απάντησα απλά ένιωθα να βράζω από θυμό, να θέλω να τα σπάσω όλα εδώ μέσα, να μην αφήσω τίποτα και κανέναν όρθιο και ειδικά τον πατέρα μου, δεν μπορούσα άλλο να εμπλέκεται στην ζωή μου αυτό το κάθαρμα, να είχα μόνο μια ευκαιρία να τον σπάσω στο ξύλο, μια μόνο.
"Δεν μου απαντάς; Θα απαντήσω εγώ για εσένα, πηδιόσουνα σε ένα στενό μέσα στο αμάξι σου" η έκφραση του άλλαξε σχεδόν σε ένα ειρωνικό υφάκι που θα σε μείωνε αν δεν τον γνώριζες καλά. Απλώς ήθελε να σε κάνει να νιώσεις άχρηστος, ότι μόνο αυτός έχει τον έλεγχο σε όλα. Έκανε την κίνηση να φύγει όταν σταμάτησε από πίσω μου ακριβώς.
"Είσαι τόσο άχρηστος που ακόμα και εγώ απορώ αν είσαι γιος μου" γύρισα εκείνη την στιγμή κοιτάζοντας τον με την άκρη του ματιού μου.
"Αλήθεια; Και εγώ απορώ αν το παίζεις τόσο μαλάκας ή αν πραγματικά είσαι τελικά" γέλασα με θυμό και πριν να το καταλάβω, ο πατέρας μου σήκωσε το χέρι του σε σχήμα γροθιάς, με χτύπησε στο μάγουλο μου και αμέσως σωριάστηκα κάτω νιώθοντας το πόνο να με συντρίβει.Το αίμα μου κύλαγε με δύναμη σε κάθε σημείο του κορμιού μου, σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου η αδρεναλίνη που ένιωθα να αυξάνετε επικίνδυνα, με έκανε όλο και πιο αποφασισμένο για την επόμενη κίνηση μου. Σηκώθηκα για να του ορμήσω αλλά δύο χέρια με έκλεισαν γύρω από το κορμί μου, εμποδίζοντας με να του ανταποδώσω την μπουνιά.
"Έντουαρντ όχι" η φωνή του Έμετ προσπαθούσε να με επαναφέρει αλλά ήμουνα τόσο θολωμένος από θυμό που το μυαλό μου σταμάτησε να λειτουργεί και μόνο στην κίνηση του να με σταματήσει να μην χτυπήσω το πατέρα μου,με εξόργιζε περισσότερο.
"Άσε με" ούρλιαξα με θυμό βλέποντας τον πατέρα μου να είναι τόσο σιωπηλός και σοβαρός σαν να ήθελε να το κάνει.
"Γιατί δεν με πετάς καλύτερα στα σκουπίδια αφού λες ότι είμαι άχρηστος, τότε θα κάνω καλή παρέα μαζί τους" φώναξα νιώθοντας την φωνή μου έτοιμη να κλείσει. Έκανα μια απόπειρα να ξεφύγω από το κράτημα του Έμετ αλλά εκείνος δεν έλεγε να με αφήσει.
"Έντουαρντ όχι" η σκληρή φωνή του Έμετ ήρθε στην επιφάνεια.
"Δεν είναι κακή ιδέα γιε μου, ίσως να σου κλείσω ένα εισιτήριο για εκεί" είπε ειρωνικά με ένα χαμόγελο στα χείλη και έφυγε. Ο Έμετ με άφησε και έκανε κάποια βήματα πίσω λες και ήμουν κανένας τρελός.
Τα λόγια του πατέρα μου αμέσως ήρθαν στο μυαλό μου. Με έλεγε άχρηστο, για αυτόν δεν ήμουνα ο γιος που τον έκανε περήφανο αλλά ένας γιος όπου άνηκε στα σκουπίδια, δεν είχα να του αποδείξω τίποτα, μόνο θα του έδειχνα πόσο άχρηστος μπορεί να γίνει αυτός. Δεν θα τον άφηνα να μου ξεφύγει, ήτανε ένα κάθαρμα στο παρελθόν, ο άνθρωπος δεν αλλάζει μέσα στα χρόνια αλλά μπορεί να αλλάξει ζώντας σε μία κόλαση.
Μπέλλα.
Ακόμα δεν μπορούσα να χωνέψω ότι μας είχε δει και μόνο στην σκέψη του βλέμματος του να με κοιτάει με μίσος που του είχα χαλάσει του παρτάκι του με το τσουλί μου ερχόταν να ουρλιάξω. Να πάρει τι έχω πάθει και τον σκέφτομαι τόσο πολύ; Ούτε στο μάθημα της φυσικής δεν μπορώ να συγκεντρωθώ που έλεγε, αν δεν κάνω λάθος, για τον νόμο του Κουλομπ. Δάγκωσα την άκρη του στύλου μου και κοίταξα τα σχεδόν κινέζικα γράμματα του καθηγητή μου. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Ντέιμον που έπαιζε με το κινητό του ενώ η Άλις από δίπλα μου έγραφε στο τετράδιο κάτι και έπειτα με τον αγκώνα της το έσπρωξε.
Έριξα μια ματιά προς τον καθηγητή και έπειτα διάβασα το σημείωμα της Άλις.
"Που έχεις το μυαλό σου;" πήρα το στυλό μου και προτού απαντήσω το σκέφτηκα για λίγο. Τι να της έλεγα, ότι σκέφτομαι τον Έντουαρντ και νιώθω μια έντονη έλξη χωρίς καν να ξέρω το γιατί;
"Τίποτα, διάφορα χαζά σκέπτομαι" ο στύλος κυλούσε επάνω στο χαρτί και έπειτα της το έτεινα προς το μέρος της. Το διάβασε και έπειτα σήκωσε ειρωνικά τα μάτια της προς το μέρος μου. Άρχισε και έγραφε γρήγορα μια ολόκληρη παράγραφο, πάλι κήρυγμα θα κάνει.
Ένιωθα ότι κανένας δεν μπορούσε να με καταλάβει, ακόμη και ο πατέρας μου που με αγαπούσε πιο πολύ και από την δια του την ζωή, δεν με έκανε να νιώθω κάτι πέρα από τα συναισθήματα που με έχουν δέσει και δεν με αφήνουν, σαν να έχω εγκλωβιστεί ακόμη με έκανε να νιώθω ότι, ακόμα και ο Ντέιμον, δεν μπορεί να με καταλάβει απόλυτα. Δεν άντεχα άλλο, είναι μερικές φορές στην ζωή σου που θέλεις έστω και για μια φορά να κλειστείς σε ένα δωμάτιο και να αφήνεις του άλλους απ’ έξω να μην μπορούν να μπουν.
Δεν γινόταν μια φορά να γίνει αυτό; Μία μόνο;
Η Άλις έσπρωξε το τετράδιο προς το μέρος μου και ρίχνοντας μια ματιά είδα την παράγραφο να είναι μπροστά μου. Αναστέναξα βαριά προσπαθώντας να βγάλω το βάρος από πάνω μου.
"Ξέρω καλά τι έχεις και τι σκέφτεσαι. Τις τελευταίες μέρες δεν είσαι καλά, αρχίζεις και πάλι να κλείνεσαι στον εαυτό σου. Από την ημέρα που είδαμε τον μεθύστακα είναι λες και σε έχει υπνωτίσει. Με τον Ντέιμον είσαι επίσης απόμακρη, τι θα γίνει Μπέλλα με εσένα; Ε; Θέλεις ξανά να γίνεις όπως ήσουνα πριν τρία χρόνια εξαιτίας της μάνας σου; Μια φορά κάνε αυτό που σου λέω, ξέχνα τον. Αυτός ο άνθρωπος φάνηκε πως του αρέσει να γαμιέται με άλλες τσούλες γιατί κολλάς; Έχεις ένα υπέροχο αγόρι που σε αγαπάει και κάνει υπομονή καιρό για να ολοκληρώσετε. Γιατί δεν χαίρεσαι τις στιγμές που ζείς;" διάβασα όλη την παράγραφο που έγραψε μένοντας άφωνη, είχε πέσει μέσα σε όλα τα θέματα που με προβλημάτιζαν όλες αυτές τις μέρες αλλά από την άλλη πλευρά του μυαλού μου ένιωθα μια μικρή σύγχυση να ταράζει όλες μου τις σκέψεις που αναφερότανε για το παρελθόν μου, για την σκύλα που με πλήγωσε εμένα και τον πατέρα μου. Η Άλις ήξερε καλά κάθε λεπτομέρεια για τα λάθη...της... μητέρας μου, αναγκάστηκα να την αποκαλέσω έτσι.
Είχα σχεδόν τρία χρόνια να την πω μητέρα αν και ήξερα καλά μέσα μου ότι μου έλειπε αλλά δεν τόλμησα να το επιβεβαιώσω, απλά το απέφευγα.
Άρχιζα να συλλογίζομαι τις γραμμές που έγραψε η Άλις, ήτανε η καλύτερη μου φίλη ακόμα και από την Ρόζαλι και από το καθένα, την αγαπούσα τόσο πολύ που μερικές φορές την ένιωθα σαν αδερφή μου. Ακούμπησα τους αγκώνες μου στο θρανίο σκύβοντας το κεφάλι μου και καλύπτοντας το πρόσωπο μου με τα μαλλιά μου, κάλυψαν τα υγρά μου μάτια. Ένιωσα ξαφνικά το χέρι της Άλις να με χαϊδεύει παρηγορητικά πίσω στην πλάτη μου δίνοντας μου για λίγο το χρόνο να σκεφτώ κάποια πράγματα. Το κουδούνι όμως δεν ήτανε μαζί μου, σηκώνοντας το κεφάλι μου αμέσως μόλις το άκουσα, έκλεισα τα βιβλία μου και μαζί το τετράδιο της Άλις.
"Θα σου απαντήσω όταν νιώθω έτοιμη" της είπα ήρεμα και εκείνη ένευσε καταφατικά με ένα μικρό χαμόγελο να σκάει στα χείλη της.
"Αρκεί να σκεφτείς αυτά που σου είπα" η φωνή της μπορεί να ακουγότανε γλυκιά αλλά το ύφος της και η στάση της δηλώνανε σοβαρότητα.
"Μην ανησυχείς" την καθησύχασα. Νιώθοντας τον Ντέιμον να έρχεται κοντά μου, πήρα τα βιβλία στα χέρια μου και σηκώθηκα από την θέση μου. Το αγόρι που αγαπούσα ερχότανε κεφάτο, αφού άλλη μια μέρα ερχόταν προς το τέλος της, για εκείνον στην ουσία τώρα άρχιζε, γιατί είχαμε κανονίσει να έρθει σπίτι μας λόγω της πρόσκλησης του Καρλαιλ και έτσι μετά το σχολειό θα πηγαίναμε για μεσημεριανό στο σπίτι μου.
"Μωρό μου" είπε ανοίγοντας τα χέρια του για να με κλείσει στην αγκαλιά του.
"Βλέπω πολύ παρακολουθούσες το μάθημα" τον πείραξα δίνοντας του ένα απαλό φιλί στα ζεστά χείλη του.
"Πάντα είμαι μαθητής του είκοσι αγάπη μου, το κινητό μας βοηθάει στο μάθημα, ξέρεις τι μαθαίνω από εκεί;" στριφογύρισα τα μάτια μου ειρωνικά και μεταφέροντας τα βιβλία στο ένα μου χέρι ενώ με το άλλο του έπιασα το χέρι του και μου το ανταπέδωσε. Η Άλις, όση ώρα ήμουνα με τον Ντέιμον, μιλούσε με την Ρόζαλι κοιτάζοντας μας και τους δύο.
"Τι σκαρώνουν πάλι η φίλες σου;" είπε με μια αισθησιακή φωνή που έκανε την καρδιά μου να αναπηδήσει μια φορά.
Ένα γέλιο ξέφυγε από τα χείλη μου.
"Πάντως δεν συμπεριλαμβάνει εσένα" του απάντησα χαμογελώντας και με γύρισε εκείνη την στιγμή προς το μέρος του ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Στην αρχή τρόμαξα σε αυτήν του την κίνηση αλλά το βλέμμα του έδειχνε κάτι πέρα από όλα αυτά που μου έριχνε σε κάθε μάθημα. Εκείνο το βλέμμα του ήτανε θολωμένο από πόθο, πόθο που κρατούσε τον τελευταίο χρόνο που ήμασταν μαζί.
"Σε θέλω, Μπέλλα"ο τρόπος που πρόφερε το όνομα μου έφερε ρίγη στην ραχοκοκαλιά μου, καταλήγοντας σε όλο μου το κορμί.
Παρέμεινα σιωπηλή ψάχνοντας να βρω τις σωστές λέξεις αλλά αυτό τον καιρό δεν ένιωθα συναισθηματικά καλά λόγω της μετάθεσης του Καρλάιλ και από την άλλη του Έντουαρντ που όσο περνάει ο καιρός νιώθω η έλξη του να με τρελαίνει όλο και περισσότερο.
"Και εγώ σε θέλω-"πήγα να του πω για πρώτη φορά ψέματα αλλά η τύχη μου αυτομάτως δούλεψε αφού η Άλις ήρθε δίπλα μας με ένα χαμόγελο να φανερώνει τα κατάλευκα της δόντια.
"Ενοχλώ;" είπε διστακτικά σε εμάς. Ο Ντέιμον πήγε να την βρίσει βλέποντας ότι αφού όχι μόνο τον ενοχλούσε αλλά άρχιζε και να τον εξοργίζει.
"Όχι Άλις, πες μου τι είναι;’’ μίλησα πρώτη προσπαθώντας να σώσω την κατάσταση. Ο Ντέιμον με άφησε και κινήθηκε προς την πόρτα της αίθουσας αφού χτύπησε καταλάθος ας πούμε, την Άλις με τον ώμο και την παρέσυρε προς τα πίσω. Την κράτησα να μην πέσει αυτομάτως ενώ ο Ντέιμον σταμάτησε στο κατώφλι της πόρτας.
"Θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο" είπε μονολεχτικά με ψυχρή φωνή σπάζοντας μου αυτομάτως την καρδιά και μόνο από τον τρόπο που φερότανε ένιωθα ότι άλλος ένα φόβος μου ξύπνησε. Αυτό σήμαινε ότι κάτι άλλο ήθελε, κάτι παραπάνω. Δεν ήμουν βέβαιη αλλά ήμουνα σίγουρη ότι κάτι δεν κολλούσε σε όλο τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε ο Ντέιμον προς της Άλις.
"Τι έγινε;" με ρώτησε κοιτάζοντας προς το σημείο όπου πλέον ο Ντέιμον είχε φύγει.
"Μην δίνεις σημασία είναι κάπως λόγω ότι θα συναντήσει τον πατέρα μου" της είπα κοιτάζοντας στην μέσα στα μάτια. Έμεινε σιωπηλή για μερικά λεπτά, δεν φάνηκε να πείθεται από το ψέμα ίσως δεν ήθελε να το κάνει θέμα αλλά σίγουρα θα με ρωτούσε αργότερα. Η γνωστή Άλις. Στο μυαλό μου έμεινε η εικόνα του βλέμματος του. Πρώτη φορά τον έβλεπα να συμπεριφέρεται έτσι, ειδικά στην Άλις γιατί ήτανε φίλοι.
Είδα την Ρόζαλι να έρχεται προς το μέρος μας. Στάθηκε απέναντι μου με ένα σατανικό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της ενώ η Άλις από δίπλα μου με σκούντηξε διστακτικά.
"Έχω μια ιδέα-"μας είπε κοιτώντας πιο πολύ εμένα. Αναστέναξα βαριά.
"Ρίχτο" άκουσα την Άλις δίπλα μου.
"Αύριο ο πατέρας μου διοργανώνει ένα πάρτι, θα είναι πολλοί γνωστοί καλεσμένοι με πολλά λεφτά και αρκετά φραγκάτοι, θέλετε να έρθετε;" μας πρότεινε. Πάντα μας καλούσε αλλά καταλήγαμε στο να μην πάμε ποτέ σχεδόν. Δεν πήγαινα σε πάρτι, μόνο σε μπαράκια και σε κλαμπ, τα πάρτι του πατέρας της Ρόζαλις ήτανε βαρετά με κλασσική μουσική και σαμπάνια.
"Και τι θα κάνουμε αν έρθουμε;"απόρησε η Άλις. Η Ρόζαλι σήκωσε το ένα φρύδι της ειρωνικά.
"Πλάκα μου κάνεις τώρα. Θέλω να είστε μαζί μου, κανένας από την παρέα δεν θα έρθει λόγω ότι-"
"Είναι βαρετά" ολοκλήρωσε η Άλις διακόπτοντας την Ρόζαλι. Έβαλα το χέρι μου στα χείλη καλύπτοντας το χαμόγελο μου.
"Εσύ τώρα τι γελάς;" με ρώτησε η Ρόζαλι δήθεν θυμωμένη. Δεν κατάφερα να της απαντήσω αφού γελούσα ασταμάτητα χωρίς λόγο.
"Έχει δίκιο που γελάει τι να κάνουμε σε ένα πάρτι χωρίς καλή μουσική, θα είναι κάτι γέροι που θα ξερογλείφονται στα κοριτσάκια που θέλουν να πάρουν τα λεφτά τους" άκουσα την Άλις να λέει στην Ρόζαλι απόλυτα σοβαρή.
"Σας παρακαλώ ελάτε!!!" αναφώνησε η Ρόζαλι από αγανάκτηση και σταμάτησα να γελάω προσπαθώντας να συγκρατηθώ.
"Επειδή πρέπει να φύγω αν είναι θα σε πάρω τηλέφωνο" πήγα να αποφύγω το κουταβίσιο λυπημένο βλέμμα της Ρόζαλις αλλά ήτανε ήδη αργά.
"Μπέλλα μου, σε παρακαλώ ελάτε!" με έπιασε η Ρόζαλι σταματώντας με. Ξεφύσηξα βαριά κοιτάζοντας την. Η καρδία μου χτύπησε και μόνο στο βλέμμα που είχε η άτιμη, πάντα κατάφερνε να παίρνει αυτό που ήθελε με τον τρόπο της.
"Καλά, καλά θα έρθουμε" της είπα έπειτα από μερικά λεπτά.
"Σας ευχαριστώ πολύ" φώναξε χαρούμενα αγκαλιάζοντας μας και τις δύο και στριφογυρίζοντας τα μάτια μου, κοίταξα προς το ταβάνι . Αυτές είναι φίλες μου, δεν μπορώ να κάνω κάτι για να τις αλλάξω ή μάλλον δεν θα τις άλλαζα για κανέναν γιατί τις αγαπώ και τις δύο για αυτό που είναι. Είπα στο εαυτό μου με ένα χαμόγελο.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
"Πωπω Ντέιμον με εκπλήσσεις" αναφώνησε ο Κάρλαιλ πίνοντας μια γουλιά από το κρασί του. Εμένα να δεις, από την αρχή του δείπνου ο Ντέιμον ήτανε όλο χαμόγελα στον Καρλαιλ και σε εμένα μόνο δισταχτικά βλέμματα, τον κοίταξα που καθότανε απέναντι μου και δεν μου έριξε καμία ματιά κάνοντας με να βράζω από μέσα μου.
"Σιγά να μην τον άφηνα να πλησιάσει την Μπέλλα" αναφερότανε στο θέμα όπου χτύπησε τον Έντουαρντ λες και είχε πάρει κανένα βραβείο και το έδειχνε σε όλους. Ένιωθα κάποια τσιμπήματα θυμού σε όλο μου το σώμα σαν να ένιωθα ότι έβριζε έμενα και όχι εκείνον.
"Καλά έκανες πάντως που δεν τον άφησες, δεν μπορώ να σκεφτώ τι θα γινότανε αν δεν ερχόσουν εσύ" είπε ο Καρλάιλ κοιτώντας με ένα παράξενο βλέμμα.
"Δεν θα γινότανε τίποτα, μπορούσα να τον κουμαντάρω και μόνη μου" η φωνή μου ανέβηκε ένα τόνο και γεμάτη σοβαρότητα τους κοίταξα και τους δύο που με κοιτούσαν χωρίς να πουν τίποτα. Η έκφραση του Ντέιμον έμεινε σοβαρή με μια λεπτή γραμμή να σχηματίζεται στα χείλη του.
"Πάω να φέρω το γλυκό" άκουσα δίπλα μου τον Καρλάιλ. Η καρέκλα του έτριξε στο πάτωμα χωρίς καν να κοιτάξω τον Καρλάιλ που με τον τρόπο του μας άφηνε μόνους. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον χωρίς να πούμε τίποτα. Με κοιτούσε με τα ψυχρά γαλάζια μάτια του και η έκφραση του προσώπου του φανέρωνε έναν θυμό.
"Τελευταία είσαι πολύ οξύθυμη" είπε με ένα ειρωνικό, θυμωμένο τόνο στην φωνή του. Κάθισε πίσω στην πλάτη της καρέκλας και έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του σαν να ήτανε στην παραλία. Έσφιξα τα χέρια μου κάτω από το τραπέζι όπου βρισκόντουσαν.
"Αλήθεια πως και το κατάλαβες;" τον ρώτησα με ένα χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία. Δεν μου απάντησε, το βλέμμα του εξιχνίαζε την έκφραση του προσώπου μου.
"Μπέλλα σε ξέρω καλά και για αυτό άσε τις μαλακίες σου" μου απάντησε ρίχνοντας μου μια θανάσιμη ματιά. Η καρδία μου σταμάτησε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Μπροστά μου δεν είχα τον Ντέιμον που αγαπούσα αλλά έναν άγνωστο που δεν φανταζόμουνα ποτέ πως θα με βρίσει και θα με κοιτάει θανάσιμα. Που πήγε ο Ντέιμον που ήξερα;
Που πήγαν τα γλυκά του χαμόγελα;
Ένιωσα τα πρώτα δάκρυα να έρχονται στα μάτια μου και ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα μου εμποδίζοντας τα να εμφανιστούν.
"Ποτέ μου δεν πίστευ-"πήγα να του πω όταν ο Καρλάιλ κατέφθασε με τα γλυκά.
"Έφερα τα γλυκά" αναφώνησε χαρούμενος αφήνοντας το πρώτο πιάτο μπροστά στον άγνωστο για εμένα Ντέιμον.
"Φάτε τα μόνοι σας" τους είπα κοιτώντας τον Ντέιμον με ένα φλογισμένο βλέμμα θυμού.
Σηκώθηκα πετώντας την πετσέτα στο τραπέζι και χωρίς να τους κοιτάω έφυγα προς το δωμάτιο μου ενώ δεν ένιωσα τον Ντέιμον να έρχεται να με πιάσει, να με εμποδίσει να φύγω, σαν να μην τον ένοιαζε πλέον για εμένα.
Τι στο καλό είχε πάθει έτσι ξαφνικά τι έγινε, τι έπαθε;
Ίσως έφταιγα και εγώ, ίσως ήθελε να προχωρήσουμε και εγώ δεν παραδινόμουνα αλλά δεν ένιωθα έτοιμη. Για έναν ανεξήγητο λόγο στο βάθος του θυμού μου, ένιωθα μια ικανοποίηση που μάλωσα με τον Ντέιμον. Αμέσως ενοχές με κατέκλεισαν και μόνο στην σκέψη ότι χάρηκα κατά βάθος που μάλωσα μαζί του.
Στου μυαλό μου ήρθε το πρόσωπο του Έντουαρντ. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και κλείνοντας την πίσω μου ακούμπησα το κεφάλι μου πίσω.
"Τι θα κάνω θεέ μου; Γιατί τον σκέφτομαι, γιατί;" αναρωτήθηκα κοιτώντας γεμάτη δάκρυα στο κενό.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Την επόμενη ημέρα ο Ντέιμον δεν είχε έρθει στο σχολείο, δεν ήξερα για ποίον λόγο ίσως γιατί είχαμε μαλώσει αλλά αυτό δεν ήτανε αφορμή να λείπει, δεν ήτανε αφορμή να χωρίσουμε, δεν ήθελα να χωρίσω μαζί του. Δεν θα το άντεχα, όχι ο Ντέιμον ήτανε μοναδικός για εμένα, για την ζωή μου. Κοιτάζοντας το ανέγγιχτο φαγητό μπροστά μου, πρόσεξα ότι η Άλις με κοιτούσε όλη την ώρα.
"Απορώ γιατί δεν έχει έρθει, τον έχω πάρει πάνω από 100 φορές και τίποτα" της είπα κοιτάζοντας ακόμη το γεμάτο πιάτο μπροστά μου.
"Ίσως θέλει να σκεφτεί αυτά που έγιναν εχθές" δικαιολόγησε η Άλις το ερώτημα μου. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
"Όχι, δεν είναι αυτό Άλις, τον ξέρω καλά τον Ντέιμον, κάτι έχει και δεν μου το λέει" της είπα σηκώνοντας το βλέμμα μου από το φαγητό για να την κοιτάξω και το βλέμμα της υποδήλωνε πως είχα δίκιο.
"Το καλύτερο είναι να του μιλήσεις" όπως πάντα η καλή η Άλις που δίνει λύσεις και όμως δεν ένιωθα έτοιμη να τον ρωτήσω τι τον απασχολεί. Δεν ήμουνα έτοιμη καν να τον κοιτάξω μετά από τα χθεσινά γεγονότα της συμπεριφοράς του.
"Δεν θα το κάνω τώρα, θα του δώσω χρόνο να μου ξεκαθαρίσει τι τον έπιασε στα ξαφνικά και φέρεται έτσι" της απάντησα έπειτα από μερικά λεπτά κοιτάζοντας την σοβαρά χωρίς να δέχομαι άλλες λύσεις της. Αναστέναξε για μια στιγμή και έμεινε σκεφτική για μερικά λεπτά. Γύρισα αλλού την προσοχή μου, πρόσεξα την Ρόζαλι που μιλούσε με τον Αλεκ, δεν τον άφηνε σε ησυχία τον καημένο πάντα της άρεσε να τον πειράζει, με αστείο τρόπο πάντα.
"Το βράδυ θα πάμε στο πάρτι της Ρόζαλις;" με ρώτησε η Άλις κάνοντας με να γυρίσω προς το μέρος της.
"Από την στιγμή που δεχτήκαμε, ναι θα πάμε δεν μπορώ να αλλάζω συνέχεια γνώμη" της απάντησα κοιτάζοντας την με ένα αδύναμο βλέμμα.
"Ο Ντέιμον το ξέρει-"πήγε να πει.
"Όχι δεν θα του δώσω και αναφορά που θα πάω. Αν ενδιαφέρεται πραγματικά για εμένα, ας πάρει πρώτα ένα τηλέφωνο" είπα γεμάτη μίσος στην φωνή μου. Άρχιζα να νιώθω για πρώτη φορά τόσο θυμό μέσα μου που με αγνοούσε, όχι μόνο για την βρισιά που μου είπε για πρώτη φορά αλλά και για το πως φερότανε γενικά. Δεν το αναγνώριζα πλέον, από την στιγμή που η Άλις μας είχε διακόψει άλλαξε απότομα, μέσα μου γνώριζα τον λόγο αλλά όχι δεν θα τον άφηνα, αν ήθελε να πάει να πηδήξει ας το έκανε με άλλη αν με αγαπούσε δεν θα με πίεζε.
"Μπέλλα"η διστακτική φωνή της Άλις με ξύπνησε από τις σκέψεις μου.
"Τι είναι Άλις;"την ρώτησα.
"Νομίζω πως αρχίζεις να αλλάζεις" την άκουσα να λέει και έμεινα να την κοιτάω χωρίς να πω λέξη.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Αν και ήμουν αρκετά πληγωμένη από την απουσία του Ντέιμον, πήγα στο πάρτι της Ρόζαλις. Το πάρτι γινότανε σε μια ακριβή αίθουσα εκδηλώσεων σε ένα ξενοδοχείο, τα τραπέζια διακοσμούνταν με λευκά βάζα όπου περιείχαν κόκκινα τριαντάφυλλα. Στην άλλη άκρη είχε ένα μεγάλο μπουφέ με κάθε είδος γλυκού και φαγητού, το μόνο ποτό όπου περιείχε το πάρτι ήτανε σαμπάνια άφθονη να πιει και ένας στρατός που λέει ο λόγος.
Περπάτησα μπροστά στην είσοδο φορώντας ένα λευκό φόρεμα με τον ένα ώμο έξω και με τον άλλο να καλύπτεται με ένα μακρύ μανίκι που έφτανε μέχρι τον αγκώνα και με ένα μαύρο λουλούδι να το διακοσμεί. Η στενή σατέν μαύρη ζώνη τόνιζε την λεπτή μέση μου και το σύνολο συμπλήρωναν οι μαύρες γόβες μου. Τα μαλλιά μου ελαφρώς σχημάτιζαν μπούκλες και είχα ένα απλό βάψιμο.
Αναζήτησα μέσα στο γεμάτο χώρο από κόσμο την Άλις και την Ρόζαλι και τις βρήκα να κάθονται σαν κοιμισμένες στην άλλη γωνία όταν πήγα να κινηθώ το βλέμμα μου αυτομάτως έπεσε επάνω σε δύο πράσινα μάτια που με κοιτάζανε ξαφνιασμένα. Μένοντας ακίνητη για μερικά λεπτά από την τελειότητα όπου είχα απέναντι μου, τα χάλκινα μαλλιά του όπου πετούσαν σε διάφορες κατευθύνσεις, το μαύρο ακριβό κουστούμι του και το πακέτο να ολοκληρώνετε από ένα πονηρό χαμόγελο. Τον έβλεπα που κινούταν προς το μέρος μου, η καρδία μου σταμάτησε για μια στιγμή και μέσα μου έδινα μια γερή μάχη να του μιλήσω η όχι.
Τι να έκανα;
Τα κορίτσια κατάλαβαν ότι ο Έντουαρντ ήτανε εδώ και έτρεξαν να με σώσουν από την καταστροφή.
Ο Έντουαρντ εντωμεταξύ ανέβηκε στα σκαλιά και στάθηκε λίγα βήματα μπροστά μου. Αισθανόμουνα το λαιμό μου ξερό, τα μάγουλα μου είχαν πάρει φωτιά.
"Ώστε ξανασυναντιόμαστε" η βελούδινη φωνή του έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά. Προσπάθησα να βρω την χαμένη μου φωνή.
"Δεν σας γνωρίζω" του απάντησα έχοντας ένα χαμόγελο στα χείλη, ένα προσποιούμενο χαμόγελο όπου θα με έσωζε.
"Ίσως δεν γνωριστήκαμε σωστά, οι καταστάσεις δεν μας το επέτρεψαν" είπε και σήκωσε με τον δείκτη του έδειξε το μισό μαυρισμένο μάτι του. Αμέσως ένιωσα ένα κόμπο να δένει τον λαιμό μου.
"Με λένε Έντουαρντ.....Έντουαρντ Μεσιεν" είπε βυθίζοντας την ματιά του μέσα στην δική μου και σαν υπνωτισμένη απάντησα.
"Μπέλλα, ονομάζομαι Μπέλλα"του έτεινα το χέρι και αμέσως ανταπέδωσε την χειραψία μου. Ένας ηλεκτρισμός εκείνη την στιγμή πέρασε όλο μου το κορμί και έφτασε χαμηλά στην κοιλιά μου. Όλη μου η συνείδηση, η λογική μου ούρλιαζαν να μην τον γνωρίσω αλλά ήταν πλέον αργά.
Μέσα μου ήξερα καλά πως τώρα άρχιζε το παιχνίδι μια άγνωστης επιθυμίας.
Μιας επιθυμίας που λαχταρούσα να βιώσω. Το που θα οδηγούσε κανένας δεν ήξερε, το μόνο που ήθελα ήταν να γνωρίσω εκείνον.
Τον Έντουαρντ Μεσίεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου