Συγγραφικό Σημείωμα:Σε κάθε νέα αρχή υπάρχει και μια νέα ιστορία.Αποφάσισα να ασχοληθώ αποκλειστικά μόνο με το Secret Hidden Desires.Αυτή η ιστορία θα είναι τολμηρή με πολλά λεμόνια και ιδιαίτερα με μίσος,συναισθήματα και πόνο.Οι χαρακτήρες θα συναντήσουν στην πορεία διλήμματα και πάθη,ανάμεσα στην ένοχη απόλαυση και στην απαγορευμένη αγάπη παράλληλα θα νικήσουν θα ξεπεράσουν τα όρια.Αυτή η ιστορία θα έχει ακατάλληλο λεξιλόγιο και δυνατά συναισθηματικά λεμόνια.
Ένα ευχαριστώ για την υπομονή σας που κάνατε για το κεφάλαιο και ένα ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθεια της,την Χρυσάνθη.Σε ευχαριστώ που με άντεξες με τόσο κόπο για να διορθώσεις το κείμενο.
Το μίσος είναι η αγάπη που έχει ξεμεθύσει.
Σέρεν Κιρκεγκορ.
1o.Κεφάλαιο.
"Αλλάγες Ζωής"
Μπέλλα.
"Νομίζω σου το είπα εκατό φορές πως δεν θέλω να έρθω στο Λονδίνο" είπα γυρίζοντας με το μπολ δημητριακών μου στο χέρι. Ο Καρλαιλ κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Πάντα του έκανα τις χάρες σαν μια καλή κόρη που αρμόζει σε έναν Κάλλεν αλλά ποτέ δεν ικανοποιήθηκε, πάντα ένιωθε απογοητευμένος από την κόρη του. Η όρεξη μου κόπηκε ξαφνικά και πετώντας το μπολ τον δημητριακών ξεκίνησα για να φύγω προς το δωμάτιο μου.
"Γιατί δεν κάνεις αυτό που σου λέω για μια φορά, Μπέλλα" η φωνή του με σταμάτησε ακριβώς στην πόρτα της κουζίνας. Η οργή μου εκτινάχθηκε στα ύψη, δεν ήξερε τι έλεγε ή μάλλον, δεν ήξερε τι του γινότανε γύρω του.
"Πάντα κάνω αυτό που λες αλλά εσύ ποτέ δεν το βλέπεις. Δεν βλέπεις την προσπάθεια που κάνω, δεν είσαι ευχαριστημένος με τίποτα από όλα αυτά-" φώναξα από αγανάκτηση νιώθοντας όλο το βάρος να φεύγει από πάνω μου. Το πρόσωπο του παγωμένο, με κοιτούσε γεμάτο έκπληξη.
Δεν μπορούσα άλλο να μένω εδώ μέσα, ένιωθα την ανάγκη να φύγω από όλα αυτά τα γεγονότα. Μέσα σε λίγους μήνες η ζωή μου αναποδογύρισε από το διαζύγιο τον γονιών μου, την απάτη την μητέρας μου με άλλον άντρα όπου βρήκε την ευκαιρία να φύγει με τον γκόμενο της, παρατώντας την ίδια την κόρη, μέσα σε ένα βούρκο πιέσεων από τους γύρω μου και από τον πατέρα μου. Όλα στην ζωή μου είχαν αλλάξει ριζικά, ακόμα και εγώ η ίδια δεν με αναγνώριζα, ωρίμασα τόσο ξαφνικά αλλά κατάφερα τελικά να σταθώ ξανά στα πόδια μου, έστω και μόνη μου.
Περπατώντας προς το δωμάτιο μου, άκουσα το σταθερό τηλέφωνο να χτυπάει, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία αλλά όταν ο Καρλαιλ με ξάφνιασε από τα βρισίδια όπου έριχνε, στράφηκα προς τους ήχους της φωνής του.
"Τώρα την θυμήθηκες; Μετά από πέντε μήνες που σηκώθηκες και έφυγες;"είπε μασώντας τις λέξεις του μέσα από τα δόντια του. Στάθηκα πίσω από την γωνία όπου έβγαινε στο σαλόνι.
"Όχι μην τολμήσεις να έρθεις γιατί αν θέλω, μπορώ να σε καταστρέψω. Άφησε την ήσυχη" τα λόγια του με τρόμαξαν. Γιατί εμπόδισε την Έσμι να με δει; Ίσως να ήθελε να ζητήσει συγνώμη για όλα όσα συνέβησαν, δεν είχα δικαίωμα να την ακούσω;, Όμως έλεγα ψέματα στον ίδιο μου τον εαυτό. Την μισούσα, με είχε αφήσει στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής μου, δεν ήθελα να ακούσω την συγνώμη της.
"Όταν πηδιόσουνα με τον άλλον και την άφηνες μόνη δεν το σκεφτόσουνα; Όταν σε χρειαζότανε και την είχες γραμμένη; Ούτε και τότε; Τώρα που το θυμήθηκες είναι αργά. Τώρα δεν σε έχουμε εμείς ανάγκη και ειδικότερα εκείνη. Μην ξαναπάρεις" είπε στο τέλος και πατώντας το πλήκτρο τερματισμού, το πέταξε στο καναπέ. Δεν ήξερα πως να αντιδράσω ακούγοντας τον τόσο νευριασμένο. Ο Καρλάιλ πάντα παρέμενε σιωπηλός ότι και να του συνέβαινε, ακόμα και μετά την φυγή της Έσμις, δεν είπε τίποτα ούτε καν και όταν μάζευε τα πράγματα της.
Αφού έμεινα για λίγα λεπτά ακίνητη και κριμένη στην γωνιά μου, μόλις είδα ότι ο πατέρας μου είχε στραμμένη την προσοχή του αλλού, αποφάσισα να αναγκάσω τον εαυτό μου να κινηθεί προς το δωμάτιο μου, ξανά. Κλείνοντας την πόρτα πίσω μου αθόρυβα, άκουσα το κινητό μου που χτυπούσε και πλησίασα προς το κρεβάτι μου για να δω ποιος με καλούσε. Στην οθόνη αναβόσβηνε το όνομα του Ντέιμον.
Πάτησα την πλήκτρο απάντησης.
"Που είσαι Queenie μου;" οι φωνές που ακουγόντουσαν από πίσω του, σε συνδυασμό με την έντονη μουσική, αλλοίωνε την υπέροχη φωνή του.
"Σπίτι" απάντησα μονολεχτικά ενώ καθόμουν βαριεστημένα στο κρεβάτι.
"Δεν μου αρέσει καθόλου που είσαι τόσο σιωπηλή. Ντύσου,σε μισή ώρα θα είμαι κάτω από το σπίτι σου"
"Ντέιμον δεν έ-" πήγα να του αλλάξω την απόφαση του.
"Δεν δέχομαι αντιρρήσεις. Ετοιμάσου" προσπάθησα να το αποφύγω αλλά ήτανε ανώφελο, ο Ντέιμον δεν άλλαζε καθόλου εύκολα γνώμη.
Δεν πρόλαβα να πω τίποτα άλλο, μέχρι να ανοίξω το στόμα μου για να προσπαθήσω να του το αρνηθώ, εκείνος το έκλεισε απότομα. Ξεφύσησα βαριεστημένα και σηκώθηκα πηγαίνοντας προς την ντουλάπα μου. Ανοίγοντας την, βρήκα το ροζ στραπλες φόρεμα μου, το έβγαλα από την ντουλάπα και παίρνοντας ένα ζευγάρι γόβες με λουράκια, άρχιζα να ντύνομαι. Στα επόμενα λεπτά ήμουνα έτοιμη, ελαφρός βαμμένη, και με τα μαλλιά μου γεμάτα μπούκλες να πέφτουν απαλά πάνω στους ώμους μου.
Η αναπάντητη του Ντέιμον έδινε το σήμα ότι είχε έρθει. Πήρα το παλτό μου στα χέρια μου και βγήκα από το δωμάτιο. Ο Καραιλ βρισκότανε στην κουζίνα και ετοίμαζε το βραδινό του.
"Θα βγεις να μαντέψω;" δεν σήκωσε το βλέμμα του από την το μαρούλι που έκοβε.
"Ναι με τον Ντειμον, δεν θα αργήσω" πήγα να ανοίξω την πόρτα για να φύγω.
"Αυτά που άκουσες ισχύουν. Δεν θα την αφήσω να σε πληγώσει ξανά" το μυαλό μου πάγωσε από τα λόγια του για την μητέρα μου. Άρχιζα να πνίγομαι στο κάθε λεπτό όπου βρισκόμουνα εδώ μέσα. Χωρίς να πω τίποτα, έχοντας χάσει την φωνή μου, έκλεισα πίσω μου την πόρτα γεμάτη δάκρυα στα μάτια μου. Στην προσπάθεια μου να τα κρύψω, τα σκούπισα με τα δάχτυλα μου και κατέβηκα από τα σκαλιά.
Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να με δει ο Ντέιμον έτσι. Κατεβαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, είδα το μαύρο τζιπ του να με περιμένει. Κοιτάχτηκα για μια τελευταία φορά στο απέναντι καθρέφτη και βγήκα έξω για να τον συναντήσω.
Μπαίνοντας μέσα στο μπαράκι, η μουσική με τύληξε με ένα γνωστό τραγούδι και με έκανε να νιώσω τόσο όμορφα που κατευθείαν έφτιαξε την διάθεση μου. Κρατώντας το χέρι του Ντείμον περάσαμε μέσα από τον κόσμο, η μυρωδία του τσιγάρου με την ανάμειξη του ποτού, μου έφερνε πάντα μια αναγούλα στην αρχή. Ο κόσμος ήτανε αρκετός για Παρασκεύη βράδυ. Μέσα σε όλη την θολούρα του σκοταδιού και τα φώτα που αναβόσβηναν με μανία, η ματία μου έπεσε στην παρέα μας όπου ήταν ήδη εδώ και μας περίμεναν. Η Ρόζαλι, η Άλις, ο Άλεκ και η Τάνια, καθόντουσαν σε ένα κοντινό τραπέζι κοντά στο μπάρ. Ήμουν σίγουρη ότι η επιλογή της θέσης ήταν απαίτηση της Ρόζαλις που πάντα ήθελε να τραβάει την προσοχή και ειδικά του μπάρμαν μιας που κάποτε είχαν μια σύντομη σχέση και σίγουρα θα ήθελε να την αναζοπηρώσει.
Κόντα στο τραπέζι που καθόντουσαν τα παιδία, λίγο πιο πέρα στα σκαμπό, καθότανε ένας νεαρός, σίγουρα πιο μεγάλος από εμένα, με έναν άλλον μεγαλόσωμο τύπο που ήταν σχεδόν άγριος.Έριξα μια κλεφτή ματία αλλά είχε το κεφάλι του από την άλλη πλευράκαι δεν είχα την ευκαιρία να τον κοιτάξω καλύτερα, όμως δεν έδωσα και περετέρο σημασία γιατί απλά δεν με ενδιέφερε.
Φτάνοντας κοντά τους,η Άλις σηκώθηκε με ένα ζεστό χαμόγελο στα χείλη για να με αγκαλίασει.
"Επιτέλους βγήκες"αναφώνησε δυνατά.
«"Ο Ντέιμον ήταν τόσο επίμονος" της απάντησα στριφογυρίζοντας τα μάτια με απελπισία βγάζοντας το παλτό μου. Το χέρι του Ντείμον αυτόματα τυλίχτηκε γύρω από το κορμί μου.
"Τι θα έκανες χωρίς εμένα;"είπε με ένα σαγηνευτικό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του. Στριφογύρισα τα μάτια μου γεμάτη ειρωνία και στην συνέχεια συμπλήρωσε χωρίς να χαθεί το χαμόγελο του.
"Επίσης ξέχασα να σου πώς απόψε είσαι μια κούκλα"τα χείλη του χαίδεψαν τον γυμνό μου ώμο. Γύρισα και σταθεροποίησα τα χέρια μου επάνω στο κολλήτο του μπλουζάκι.
"Σε ευχαριστώ πολύ" του ανταπέδωσα δίνοντας του ένα απαλό φιλή στα χείλη και απομακρύνθηκα .
"Για που το έβαλες;"ρώτησε ο Ντέιμον και γύρισα αυτόματα προς το μέρος του.
"Πάω να πάρω ένα ποτό" του απάντησα με ένα χαμόγελο στα χείλη.
"Θέλεις να έρθεις μαζί μου;"τον ρώτησα γυρίζοντας να τον κοιτάξω.
"Όχι,όχι δεν θέλω θα καθίσω εδώ να πειράξω την Άλις"το πονηρό βλέμμα του έπεσε επάνω της.
"Όπως πάντα"είπε η Άλις ξεφυσώντας με κόπο.Την κοίταξα με συμπόνια σε μια στιγμή και γύρισα να πάω προς το μπαρ.
Προχώρησα προς τον μπάρμαν αφήνοντας πίσω μου την παρέα μου, αναγκάστηκα να περάσω μέσα απο τον κόσμο προχωρόντας προς την άλλη γωνία του μπαρ δίπλα στον άντρα όπου βρισκόταν εκείνος ο μυστήριο άντρας που είχα δει όταν πρωτομπήκα.
"Θέλεις να έρθεις μαζί μου;"τον ρώτησα γυρίζοντας να τον κοιτάξω.
"Όχι,όχι δεν θέλω θα καθίσω εδώ να πειράξω την Άλις"το πονηρό βλέμμα του έπεσε επάνω της.
"Όπως πάντα"είπε η Άλις ξεφυσώντας με κόπο.Την κοίταξα με συμπόνια σε μια στιγμή και γύρισα να πάω προς το μπαρ.
Προχώρησα προς τον μπάρμαν αφήνοντας πίσω μου την παρέα μου, αναγκάστηκα να περάσω μέσα απο τον κόσμο προχωρόντας προς την άλλη γωνία του μπαρ δίπλα στον άντρα όπου βρισκόταν εκείνος ο μυστήριο άντρας που είχα δει όταν πρωτομπήκα.
Ένιωσα την ματία του να πέφτει επάνω στο πρόσωπο μου και αυτόματα τον κοίταξα και εγώ με την άκρη του ματιού μου χωρίς πραγματικά να καταλαβαίνω γιατί είχα ανάγκη να κάνω κάτι τέτοιο, μου ήταν παγερά αδιάφορος. Δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά τα χαρακτηριστηκά του προσώπου του μέσα στο σκοτάδι, επειδή τα κινούμενα φώτα έπεφταν συνέχεια μπροστά στα μάτια μου τυλφώνοντας με κάθε δευτερόλεπτο, ενώ αντίθετα ένιωθα την δική του ματιά να είχε κολήσει επάνω μου και αυτό για κάποιον τρόπο είχε αρχίσει να με εκνευρίζει απίστευτα.Ο μπάρμαν μόλις με είδε, αυτόματα ήρθε κοντά μου.
"Τι θέλεις να βάλω;"ο μπαρμαν που ήταν ένας ψηλός γεροδεμένος νεαρός με ξανθά μαλλία και καστανά ανοιχτά μάτια με ρώτησε με ένα ζεστό χαμόγελο και εγώ αμέσως του το ανταπέδωσα.
"Ένα κρασή με φρούτα του δάσους" του είπα έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα σκεπτόμενη την επιλογή ποτού μου,έχοντας τον άλλον δίπλα μου να με κοιτάει σαν λυσασμένος.
"Βάλε μου ακόμη ένα" μια βελούδινη αγγελική φωνή ακούστηκε δίπλα μου από τα χείλια του και το κορμί ένιωσα αμέσως να ανατριχίασει. Γύρισα προς το μέρος του όπου με το δείχτι του δαχτύλου του έσπρωξε το άδειο ποτίρη του προς το μπάρμαν.
"Πόλυ πίνεις φιλαράκο" είπε ο μπάρμαν πέρνοντας το άδειο ποτίρη.
"Δουλεία σου, το τι κάνω εγώ αφόρα μόνο εμένα" η φωνή του έρρε από θυμό.
Έσμιξα τα χείλη μου για να μην απαντήσω, δεν ήξερα για ποίο λόγο αλλά ένιωθα πολύ έντονα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον άντρα δίπλα μου. Κάτω από τα κινούμενα φώτα το πρόσωπο του έδειχνε υπέροχο, τέλειο αλλά ταυτόχρονα και τόσο σκληρό που σε έκανε να ανατριχιάζεις. Αν ήθελα να του μιλήσω θα το έκανα ήδη αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήξερα ποίος ήτανε αν είχε μεθύσει γιατί τον έβλεπα που το βλέμμα του ήτανε στο κενό . (Τι Κοίταζε τον μπάρμαν; Μάλλον όχι αφού το βλέμμα μου δεν είχε ξεκολλήσει από πάνω μου, έριξε μια ματία προς το μέρος μου και καρφώθηκα. Να πάρει.
"Καινούργιο φρούτο;" ο ειρωνικός τόνος του και το ειρωνικό σχόλιο του σαν να είμαι καμία τσούλα, με εκνεύρισε. Τον αγνόησα ρίχνοντας μόνο μια δολοφονική ματία επάνω του και γύρισα ξανά προς το μπάρμαν.
Τι διάολο έκανε τόση ώρα με το ποτό μου;
Είχα τον άλλον δίπλα μου να μην σταματάει να με κοιτάει σε όλο μου το σώμα, είχα και την αναμονή για ένα ποτό. Έλεος. Σκέφτηκα,καθώς επιτέλους ο μπάρμαν έφερε το ποτίρη μπροστά μου.
"Σε ευχαριστώ" είπα κάνόντας ένα αγανακτισμένο ύφος.Πήγα να φύγω όταν ένα χέρι έκλεισε γύρω από τον αγκώνα μου. Το άγγιγμα του ήτανε τόσο βελούδινο που έστειλε κύματα ηλεκτρησμού σε όλο μου το κορμί, τα χείλη μου μοισάναοιξαν από το σοκ που ένιωσα σε όλη αυτήν την στιγμή. Έστρεψα το βλέμμα μου προς το μέρος του.
"Θα μπορούσες να κάτσεις μαζί μου για ένα ποτάκι ακόμα"δήλωσε καθώς κατέβαινε από το σκπαμπό πλησιάζοντας αρκετά κοντά , έριξα μια πανικοβλιτή ματία γύρω μου.Είδα μερικούς τύπου που μας κοιτούσανε ξαφνιασμένη.
Ξεροκατάπια με δυσκολία και σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά για να τον αντικρήσω. Ήτανε αρκετά ψηλός με περνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι, ένιωσα τόσο ευάλωτη μπροστά του.
"Δεν μπορώ να κάτσω έχω ήδη παρέα" η φωνή μου έτρεμε ελαφρός, νιώθοντας την καρδία μου να χτυπάει τόσο δυνατά από τον τρόμο που με είχε κάνει να παγώσω στην θέση μου.
Γιατί δεν έφευγα;
Γιατί καθόμουνα και του μηλούσα;
"Μπορεί να περιμένει" τα χέρια του έκλεισαν γύρω μου και κρατώντας το ποτό μου, προσπάθησα να μην το χύσω επάνω του, ήτανε τόσο χυδαίος που αυτόματα με έκανε να αιδίασω και μόνο από το άγγιγμα του.
"Θα σου ζητήσω ήρεμα να με αφήσεις-" προσπάθησα να πνίξω το πανικό μου.
"Δεν το νομίζω-" είπε ενώ άρπαζε απότομα το ποτό μου απο το χέρι μου και πριν προλάβω να αντιδράσω, το πέταξε απάνω μου με αποτέλεσμα να κάνει χάλια το φόρεμα και τα μαλλιά μου... Αυτόματα έκανα προς τα πίσω αμυντικά με τα χέρια μου να μπαίνουν σαν ασπίδα μπροστά ανάμεσα απο τα δύο σώματα μας. Πάει καθόλου καλά; Πως του ήρθε να κάνει κάτι τέτοιο
"Είσαι ηλίθιος;" αναφώνησα οργισμένη και σηκώνοντας το βλέμμα μου, είδα τον Ντείμον να έρχετε μέσα από τον κόσμο. Μία σκέψη πέρασε μέσα από το μυαλό ότι ο Ντέιμον θα έκανε φασαρία. Με τρόμαζε, ήτανε πολύ οξύθυμος χαρακτήρας και ειδικά όταν κάποιος με ενοχλούσε, με θεωρούσε μόνο δικία του. Και ήτανε αλήθεια.
"Μπέλλα" είπε καθώς στάθηκε δίπλα στον άντρα, μας κοίταξε για μια στιγμή και έπειτα η ματία του έπεσε επάνω στο λεκέ του ποτού που έχυσε ο άλλος.
"Δεν σου έχουν μάθει να μην ενοχλέις τις κοπέλες" φώναξε ο Ντέιμον πέφτωντας επάνω στον άγνωστο άντρα ενώ τον παρέσυρε επάνω στην μπάρα σκροπόντας όλα τα ποτίρια και μερικά μπολ. Έμεινα να τους κοιτάω άφωνη.
"Τόσο μαλάκας είσαι....-" φώναξε ο Ντέιμον μέσα στα μούτρα του αλλά παρατίρησα ότι δεν καταλάβαινε τι του γινότανε γιατί ο άγνωστος άντρας είχε μεθύσει προτού εγώ έρθω.
"Ντέιμον σταμάτα" φώναξα πανικόβλητη βλέποντας τον να του δίνει μια γερή γροθία στο δεξή του μάτι κάνοντας το πρόσωπο του να γυρίσει. Οι παλάμες μου έκλεισαν γύρω από το μπράτσο του τραβώντας τον σχεδόν βίαια από πάνω του. Το πρόσωπο του Ντείμον είχε κοκκίνήσει κάτω από τα φώτα που άναψαν απότομα διακόπτοντας την μουσική και όλος ο κόσμος εκεί που χόρευε στράφηκε επάνω μας. Φεύγοντας ο Ντέιμον από πάνω του, ο άγνωστος άντρας σωρίαστηκε στα πατώμα βάζοντας το χέρι του στο μελανίασμενο σχεδόν μάτι του.
Χωρίς να ξέρω τι να κάνω πρώτα η πρώτη μου σκέψη ήταν να βοηθήσω τον άντρα – Για λίγο έμεινα χωρίς να ξέρω τι να κάνω αλλά μόλις κοίταξα τον άγνωστο άντρα μια ακατανίκητη επιθυμία φόλιασε μέσα μου κάνοντας με να θέλω να τον βοηθήσω, δεν μπορούσα να εξυγήσω το γιατί. Πήγα να κηνιθώ προς το μέρος του αλλά ο Ντέιμον με τράβηξε κοντά του.
"Τι πας να κάνεις;" μου ψιθύρισε χαμηλόφωνα νιώθοντας την φωνή του να ακούγεται δυνατή από την οργή του.
"Να τον βοηθήσω" τράβηχτικα μακρία του κοιτάζοντας τον με θυμό στα μάτια. Τα γαλανά μάτια τουμέ έκεγαν αλλά εγώ δεν του έδωσα άλλη σημασία. Πρώτη φορά με έβλεπε να αντιδρώ με αυτόν τον τρόπο, να προτειμώ έναν άγνωστο αντί για εκείνον.
"Μπέλλα-" είπε παρακλειτικά σε μια προσπάθεια να μου αλλάξει γνώμη αλλά εγώ ένευσα αρνητικά στο κάλεσμα του κατηγορηματικά και το πρόσωπο του σε μια στογμή είχε μαλακώσε,πήγε να με αρπάξει από τον καρπό μου αλλά του γύρισα την πλάτη για να αποφύγω την κίνηση του αυτή στρέφοντας όλη την προσοχή μου επάνω στον άγνωστο άντρα που ακόμα ήταν ακίνητος στο πάτωμα. Έκανα μερικά δειλά βήματα κοντά του, έσκυψα επάνω του και τότε είδα τα πράσινα μάτια του να είναι θολομένα από το ποτό.
"Τι διάολο γίνεται εδώ;" μία άγρια φωνή έσχισε την σιωπή και τα σχόλια που άφηναν ο κόσμος.
"Αυτοί οι δύο οι νεαροί πλακώθηκαν για την κοπελία" άκουσα τον μπάρμαν δίπλα μου να λέει και ξεφύσηξα με δυσκολία.
"Είσαι καλά;" τον ρώτησα έχοντας μια δόση ανυσηχίας στην φωνή μου και το πρόσωπο του γύρισε με δυσκολία κοιτώντας με για μια στιγμή. Ένευσε θετικά με μεγάλη δυσκολία σφίκοντας τα χείλη του από τον πόνο.
"Ξεκουμπηστήτε από εδώ για να μην σας πλακώσω εγώ" είπε ξανά η άγρια φωνή πίσω μου και ο άγνωστος άντρας στιρήχτηκε στο πάγκο τις μπάρας καθώς με δυσκολία τα πόδια του τον συνγκρατούσαν. Πήγε να πέσει αλλά πρόλαβα και τον στήριξα, το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από τους όμους και όλο του το βάρος έπεσε απάνω μου. Ήτανε αρκετό αφού στιρηζόμουνα σε 15 πόντους τακούνι και αν δεν έκανα κάτι αμέσως θα έπεφτα μαζί με εκείνον.
"Μισό λεπτό" άκουσα την φωνή της Άλης που ήταν γεμμάτη συμπόνια καθώς την έβλεπα να έρχεται κοντά μου για να με βοηθήσει ώστε να κουβαλήσουμε μαζί τον άγνωστο άντρα). Η Άλις πάντα θα είναι η γλυκία της παρέας που θα είναι η πρώτη που θα σε βοηθήσει, είμασταν πολύ δεμένες λόγο ότι ήτανε η πρώτη που της είχα εξομολογηθεί το διαζύγιο τον γονίον μου.
"Πρόσεχε μην σαβουριαστείς" είπε η Άλις και παίρνοντας το χέρι του, το τοποθέτησε γύρω από τους όμους της και ξεκινήσαμε να βγαίνουμε από την πίσω έξοδο. Προσπερνόντας τους φίλους μου τα βλέμματα όλως είχανε παγώσει, ειδικότερα της Ρόζαλις, το υπεροπτικό της βλέμμα δεν με ξάφνιασε, πάντα συμπερηφερότανε ψυχρά απέναντη μου.
Μια κοπέλα άνοιξε την πόρτα σπρώχνοντας την για να βγούμε,αφήνοντας πίσω μας τον κόσμο με τα κακόγουστα σχόλια που έλεγαν για το συμβάν.Προσπαθώντας να ισσοροπήσω με το βάρος που έριχνε ο άντρας απάνω μας, κατεβήκαμε με μεγάλο κόπο τα σκαλάκια. Η Άλις σιγά σιγά το άφησε να καθίσει στα σκαλία.
Όλο το βάρος και η πίεση που ασκούσε το σώμα του χάθηκε αφησα τα πνευμόνια μου να πάρουν μια βαθία ανάσα με τον καθάρο κρύο αέρα.
"Τι θα κάνουμε τώρα;" με ρώτησε η Άλις ενώ κοίταζε τον άντρα.
"Κύριε,κύριεεεεε...." η Άλις που στεκόταν από πάνω του,του μίλησε με ένας περίεργο τρόπο λες και ήταν κανένας τρελός.
"Κύριεεεε....-" πήγε ξανά στην αρχική θέση της και ξύνοντας το κούτελο της με κοίταξε.
"Λες να πέθαινε;" αμέσως η καρδία μου έχασε ένα χτύπο ακούγοντας την, τα πόδια μου είχα κοπεί στην μέσι ενώ ένα τρέμουλο άρχιζε να απλώνεται σε όλο μου το σώμα.
"Μην λες βλακίες" είπα νευριασμένα ενώ προχώρησα κοντά του και το χέρι μου έκλεισε γύρω από το μάγουλο του.
"Είστε καλά;" τον ρώτησα απαλά και η απαλή, ζεστή φωνή μου έκανε τα βλέφαρα του να ανοίξουν. Το κεφάλι του κινήθηκε για μερικά δευτερόλεπτα ενώ τα πράσινα μάτια του με κοίταξαν εξιχνιαστικά στο πρόσωπο μου. Η ζάλη που προκάλεσε το ποτό, ακόμη είχε την επιροή επάνω του.
"Έίστε καλά;" πρόφερα ξανά με αγωνία καθώς δεν ανταποκρινότανε ακόμα.
"Π-π-π-π...βρίσ-κο-μαι" η βελούδινη φωνή του, με κόπο έβγαινε από τα χείλη του.Τα βλέφαρα μου πετάρισαν στην ομορφία του προσώπου του. Πραγματικά ήτανε υπέροχος και τα χείλη, αυτά τα χείλη που σε καλούν να τα γευτής, να απολαύσεις την απαλότητας και την γεύση τους.
Ταρακούνησα το κεφάλι μου διώχνοντας τις περίεργες σκέψεις.
"Ξύπνησε" αναφώνησε η Άλις. Έφυγα από πάνω του με δυσκολία αλλά από την άλλη, ένιωθα σαν είχα δει για πρώτη φορά τον ήλιο ενώ ταυτόχρονος ήθελα να το βάλω στα πόδια.
"Είμαι καλά" απάντησε μερικά λεπτά μέτα, προσπαθώντας να ξυπνήσει από την θολούρα του ενώ το βλέμμα του το είχε καρφωμένο στο κενό. Στιρίχτηκε από τον τοίχο και σηκώθηκε με δυσκολία, ένιωθα πως θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή.
"Είμαι καλά" απάντησε μερικά λεπτά μέτα, προσπαθώντας να ξυπνήσει από την θολούρα του ενώ το βλέμμα του το είχε καρφωμένο στο κενό. Στιρίχτηκε από τον τοίχο και σηκώθηκε με δυσκολία, ένιωθα πως θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή.
"Θέλεις βοήθεια;" προσφέρθηκα κάνοντας ένα βήμα μπροστά αλλά η κίνηση μου κόπηκε αυτόματα απο το βλέμμα του που φανέρωνε θυμό και μάλιστα μίσος.
Για ποίον λόγο με κοιτούσε με αυτόν τον τρόπο;
Ένιωθα για κάποιον λόγο σαν μου έριχνε εμένα τη ευθήνη για το ξύλο που έφαγε.
"Όχι,σε ευχαριστώ" μου πέταξε ψυχρά βηματίζοντας με δυσκολία προς το δρομάκι όπου έβγαινε στο χώρο στάθευμσης.
"Όπως θες-"απάντησα με σιγανή φωνή κάνοντας ξανά πίσω. Ένιωσα την Άλις σαν να ήθελε να τον βρίσει.
"Πρόσεχε μην στουκάρες σε καμία κολόνα" το σχόλιο της με άφησε με ανοιχτό το στόμα. Της έριξε μια δολοφονική ματία σταματώντας για μια στιγμή και γυρίζοντας την πλατή του άρχισε να απομακρίνεται χωρίς να συμπληρώσει τίποτα άλλο. Τον έβλεπα που χανότανε στο δρομάκι χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει ή να πει έστω ένα ευχαριστώ που τον έσωσα από τα χέρια του Ντέιμον. Κάτι μέσα μου ένιωθα να σπάει... δεν μπορούσα να εξηγήσω τι μπορεί αυτό να ήταν αλλά σίγουρα αυτός ο άνθρωπος ένιωθα να με επιρεάζει με κάποιον τρόπο και αυτό με τρόμαζε... αλλά τι σημασία είχε πια αφού δεν θα τον έβλεπα ξανά;
"Και τώρα που έφυγε θέλω κάποιες εξηγήσεις" η φωνή του Ντέιμον με τρόμαξε πίσω μου και γυρίζοντας να τον αντικρίσω, χάνοντας τον άγνωστο άντρα από τα μάτια μου,τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον εαυτό μου προστατευτικά.
"Νομίζω ξέρεις γιατί τον βοήθησα-"τον προσπέρασα χωρίς να του ρίξω ούτε ένα βλέμμα. Σε μια προσπάθεια να φύγω απο κοντά του αλλά πριν ανέβω ξανά τα σκαλιά που θα με οδηγούσαν μέσα στο μπαρ σταμάτησα και συμπλήρωσα. Σταματώντας στα σκαλάκια που θα ανέβαινα.
"-άλλη φορά προτού αντιδράσεις σκέψου και τις συνέπειες"του πέταξα κοιτάζοντας τον γεματή ψυχρότητα. Δεν του επέτρεψα να απαντήσει απλώς μπήκα ξανά στο μπαράκι έχοντας σε μια απόμακρη γωνία του μυαλού μου το υπέροχο πρόσωπο του άντρα.
*~*~*~*~*~ *~*~*~*~*~
Το επόμενο πρωί ξύπνησα από έναν βαθύ περίεργο ύπνο που πρώτη φόρα βίωνα στη ζωή μου.
Δίαφορα άγνωστα πρόσωπα χόρευαν μέσα στις σκέψεις μου κυρίως το πρόσωπο του άντρα, - αλλά πρόσωπο που κυριαρχούσε περισσότερο απο όλα τα άλλα ήταν εκείνος ο άγνωστος άντρα που μου έπερνε κάθε άλλη μου σκέψει μακριά και με έκανε ανίκανη να κοιτάξω οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο υπήρχε μέσα στην μυαλό μου προσπάθησα να τον αγοήσω και στην θέση του έφερα στην μνήμη μου την στιγμή που γύριζα μαζι με τον Ντέιμον από το μπαράκι. Ο Ντέιμον φερότανε ψυχρά, στην αρχή το ξεκίνησα εγώ κατηγορόντας τον για την απρέπια που είχε το βράδυ κάνοντας μας ρεζίλη, η λογική μου όμως μου έλεγε ότι είχε δίκιο που τον χτύπησε.
Δεν μπορώ να πω ότι αυτό που έκανε ήτανε σωστό η λάθος αλλά δεν ξέρω.....Ύμουνα αρκετά μπερδεμένη, από την μία πλευρά η συμπεριφορά του Ντέιμον, απο την άλλη μερία του μιαλόυ μου έπαιζαν διάφορα άγνωστα πρόσωπα που χόρευαν μέσα στις σκέψεις μου αλλά το κυριώτερο πρόσωπο που κατάκλιζε τον νού μου ήταν μόνο ένας... εκείνος ο περίεργος άγνωστος που με έναν περίεργο τρόπο είχε κατακτήσει όλο το μυαλό μου και με είχε κάνει ανήκανη να σκεφτώ κάτι άλλο πέρα απο εκείνον που με έκανε να ξεχνώ τον Ντέιμον για μερικές στιγμές μέσα στο βράδυ, άρχισε να με κάνει να πιστεύω ότι έμπαινε απότομα ανάμεσα σε εμένα και στον Ντέιμον.
Θυμάμαι που με άρπαζε μέσα από τα χέρια του Ντέιμον και με οδηγούσε σε ένα περίεργο μέρος κάνοντας με για στιγμή να ξεχαστώ από όλους και από όλα. Ήμουνα μόνο εγώ και εκείνος.
Η καρδία μου λαχταρούσε να τον ξανάδεί, να δεί αυτά τα πράσινα σμαγδαρένια μάτια να με κοιτάζουν με λατρεία και κυρίως πόθο, τον πόθο που λαχταρούσα όταν θα με έκανε δική του. Μα τι λεώ, κούνησα το κεφάλι μου διώχνοντας την μορφή του προσώπου του.
Ένιωθα μπερδεμένη, για πρώτη φορά δεν ήξερα τι σκεφτόμουν και ακόμα χειρότερα δεν ήξερα, για έναν άγνωστο λόγο, τι ήθελα.
Φανταζόμουνα εκείνον τον άντρα να με κάνει δική του μέσα στο όνειρο όπου κανείς δεν είχε δικαίωμα να δεί τι κάνω ή φαντάζομαι. Τα μακριά δάχτυλα του να χαιδέουν την επιδερμήδα μου κάνοντας το κορμί μου να τρέμει από οδύνη και κλείνοντας τα μάτια μου έπεσα πίσω ξανά στα βαθία, μαλακά μαξιλάρια, κύλισα τα δάχτυλα μου από το πρόσωπο μου προς τη βάση του λαιμού, φαντάστηκα εκείνον από πάνω μου να με φιλάει σε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου και ένιωθα σαν να βρίσκομαι ακριβός εκεί που ήθελα, στον παράδεισο.
Ένα χτύπημα στην πόρτα τότε εξαφάνησε την φαντασίωση μου και πετάχτηκα από το κρεβάτη κοιτάζοντας την πόρτα.
"Μπέλλα είναι έτοιμο το πρωινό" άκουσα την φωνή του Καρλαιλ πίσω από την πόρτα.
"Εντάξει" μίλησα σιγανά και ξεφυσόντας βαριά σηκώθηκα από το κρεβάτη ενώ εκείνη την στιγμή άκουσα το κινητό μου να χτυπάει.
Πλησίασα προς στο γραφείο και το όνομα στην οθόνη άνηκε στον Νταίμον. Πάτησα το πληκτρό απάντησης αμέσως.
"Μπέλλα-" ο τόνος της φωνής τους με τρόμαξε ακούγοντας τον, σαν να ήθελα να πει κάτι αλλά δίσταζε. Ο Ντείμον σαν άνθρωπος ήτανε κλειστός, σπάνια κάποιος τον καταλάβαινε με την πρώτη. Στην πρώτη μας γνωριμία ένιωσα αμέσως ότι είχε κάτι που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε μου πρόσφερει.
"Συμβαίνει κάτι,Ντείμον;" τον ρώτησα ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου μου.
Προχωρόντας προς το σαλόνι βρήκα τον Καρλαιλ να πίνει το καφέ του και να διαβάζει κάποιες ιατρικές αναφορές.
"Ήθελα να σου ζητήσω-" κόμπιασε σε ένα σημείο.
"Να σου ζητήσω συγνώμη για χθές το βράδυ, είχες δίκιο για όλα" τελικά παραδέχτηκε και σταμάτησα για μια στιγμή να αναπνέω, όλο αυτό ήτανε σπάνιο για τον Ντέιμον, να παραδεχτεί ότι είχε άδικο πόσο μάλλο να μου ζητήσει και συγνώμη. Από το ξάφνιασμα έπιασα γερά το κινητό μέσα στην παλάμη μου.
"Δεν χρει-" προσπάθησα να τον βγάλω απο την δύσκολη θέση ενώ ταυτόχρονα πήγα να εμποδίσω κάποια συνασθήματα μέσα μου που ξεπρόβαλαν όμως σαν μια όμορφη έκρηξη που απλονότανε μέσα στο κορμί μου,αλλά περισσότερο στην μέσα στην καρδιά μου κάνοντας την να γεμίζει περισσότερο απο αγάπη για εκείνον.
"Σε αγαπώ... σε αγαπώ γιατί δεν μπορώ απλώς να σε χάσω, είμαστε μαζί τόσο καιρό, είσαι σαν μια συνήθεια για εμενα Μπέλλα και δεν πρόκεται να σε χάσω, σε παρακαλώ...πες κάτι-" τα τελευταία λόγια του έγιναν ένα με την ανάσα του.
Τα μέλη του σώματος μου είχανε κλονιστεί, ο μόνος ήχος που ακουγώτανε ήτανε την τρελής καρδιά μου που χτυπούσε από έναν περίεργο ενθουσιασμό. Οι στιγμές που βίωσα με τον Ντέιμον, πέρασαν από το μυαλό μου σβήνοντας τις φαντασιώσεις μου με τον άγνωστο άντρα.
"Και εγώ σε αγαπώ" του είπα έπειτα από μερικά λεπτά σιωπής. Άκουσα να παίρνει μια βαθία να είχε ανακουφιστεί –.
"Το είχα ανάγκη να το ακούσω" τον άκουσα να λέει με ζεστασιά στην φωνή του και αυτόματα στράφηκα προς μια φωτογραφία μου με τον Ντείμον που είχα βάλει πάνω στο τζάκι που ήταν απέναντι μου.
"Καλήτερα να τα πούμε άυριο στο σχολείο" είπα τελικά και ο Καρλαιλ σηκώθηκε από τον καναπέ σταυρόνοντας τα χέρια του, τον αγνοήσα και προχώρησα προς το πρωινό που με περίμενε.
"Όπως θες, θα σε πάρω αύριο το πρωί τηλέφωνο να έρθω να σε πάρω με το αυτοκίνητο" το βλέμμα μου έπεσε επάνω στον Καρλαιλ που τώρα στεκότανε στην κουκέτα της πόρτας.
"Εντάξει" του απάντησα και κλέινοντας το κινητό μου κάθισα στην καρέκλα μου ενώ ο Καρλαιλ παρέμενε στην θέση του.
"Πως πέρασες χθες;" ρωτήσε ενώ το πρόσωπο του πρόδιδε τον εκνευρισμό του προς το τηλεφώνημα του Ντέιμον.
"Καλά" απάντησα ξερά παίρνοντας μια μπουκία από τα μπισκότα κανέλας. Η γεύση τους πάντα που την λάτρευα από μικρή, ειδικά όταν η Έσμι τα έφτιαχνε στο παλίο τότε σπίτι μας και μοσκοβολούσε όλο το παλιό μας σπίτι από κανέλα. Τωρά πλεόν όλη η μαγεία της στο χώρο, χάθηκε μπαίνοντας στην ζωή της εκείνος ο άθλιος, οι μόνες πληροφορίες που είχα για εκείνον ήταν ότι το όνομα του ήτανε Τζέιμς και αυτό απο την μια φορά που τους πέτυχα έξω από το σπίτι να φιλιούνται παθιασμένα.
Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο μπροστά στο θέαμα αυτό και χάνοντας τα τελείως, άρχιζα και να της φώναζω σαν τρελή ότι πλήγωνε τον μπαμπά, ότι είναι μια πουτάνα και εκείνη είχε μείνει παγωμένη να με κοιτάει χωρίς να μπορεί να αντιδράσει,ο Τζέιμς αντιθέτος, προσπάθησε να με κάνει να το βουλώσω χτυπόντας με. Η Έσμι τότε δεν έκανε καμία κίνηση βλέποντας με να κλαίω και αυτό ήταν κάτι που ποτέ δεν πρόκειτε ποτέ μου να της το συγχωρέσω. Ο Κάρλαιλ που είχε μόλις φθάσει στο σπίτι, βλέποντας την κατάσταση με πήρε από εκεί απιλώντας τον ότι θα τον σκωτώσει αν ξανά άπλωνε χέρι επάνω μου.
Τη επόμενη ημέρα έδιωξε την Έσμι από το σπίτι και δεν την άφησε να με δει ξανά.
Για μερικούς μήνες ήμουν πολύ χάλια, δεν έτρωγα, σχεδόν όλη την ημέρα ο Καρλαιλ αναγκαζότανε να με ταίζει ο ίδιος, δεν είχα καμία δύναμη, κανένα συναίσθημα πία, μέχρι που φύγαμε από το σπίτι και ήρθαμε εδώ. Πέρασαν τρία χρόνια που δεν είδα την σκύλα την μάνα μου, πέρασαν τρία χρόνια που έχω συνέλθει από όλο αυτό το χάος. Χάρης στην βοήθεια κύριως της 'Αλις και του Καρλαίλ συνήλθα.
"Θέλω να μιλήσουμε" η φωνή του ακούστηκε μέσα στις σκέψεις μου και κούνησα το κεφάλι μου για να συνέλθω.
"Για ποίο θέμα;" περπάτησε μέχρι την καρέκλα που είχα απέναντη μου.
"Πήρα κάποιες αποφάσεις-"δήλωσε την στιγμή που σταμάτησε βάζοντας τα χέρια του επάνω στο τραπέζι και έμπλεσε τα δάχτυλα του μεταξύ τους.
"Έγινε κάτι;" ο φόβος κάλυψε το χαμόγελο μου.
"Μην ανυσηχείς -" με καθυσήχασε παίρνοντας το χέρι μου μέσα στο δικό του.
"Έχει να κάνει με την δουλεία"είπε ο Καρλαιλ ενώ τα καστανά μάτια του έπεσαν επάνω μου. Θα μου ζητούσε να πάω μαζί του στο Λονδίνο, να συνεχίσω εκεί το σχολείο, θα έχανα τους φίλους μου, τις ωραίες αναμνήσεις που έζησα μαζί τους, την κολλήτη μου.
"Ο Ντέιμον"σκέφτηκα αμέσως.
Η φωνή της συνείδησης μου ούρλιαξε μέσα μου. Η καρδιά μου έσπασε στα δύο, θα τον έχανα το μοναδικό αγόρι που αγάπησα πραγματικά.
"Μπαμπά σου έδωσα την απάντηση μου" πετάχτηκα όρθια κάνοντας την καρέκλα να τρίξει στο πάτωμα. Το βλέμμα του παρέμενε ήρεμο αντί για ένα εξοργισμένο γεμάτο θυμό βλέμμα που θα περίμενα. Δίστασε όμως να μιλήσει, τι γινότανε, γιατί δεν μιλούσε; Γιατί δεν έλεγε κάτι; Τότε τα μάτια μου άνοιξαν ορθάνοιχτα, κάθαρισαν από τη σιωπή του, δεν θα φεύγαμε μαζί αλλά αυτός. Μόνος του.
Θα έφευγε;
Πως μπορούσε να μου το κάνει αυτό;
"Θα το σεβαστώ αλλά δεν θα σε αφήσω μόνη, θα καλέσω μια οικογενειακή φίλη που δεν είναι παντρεμένη, να σε προσέχει" είπε χωρίς να με κοιτάει. Θα με άφηνε.
Θα με άφηνε!!!
Μου θύμισε την Έσμι που με παράτησε για έναν γκόμενο.
Τώρα και ο Καρλάιλ θα με παρατούσε για μια δουλεία.
Ένιωσα τα μάτια μου να θολόνουν από δάκρυα, η καρδία μου, το σώμα μου πονούσαν, πονούσαν στην απώλεια ότι οι οικογένεια μου διαλήθηκε, έμεινα εγώ. Μόνο εγώ να παλεύω σε ένα αγώνα δρόμου, μόνη χωρίς κανέναν δίπλα μου.
"Θα με αφήσεις;" φώναξα δυνατά και ο λαιμός μου πόνεσε από το ουρλιαχτό μου. Δεν απάντησε παρέμενε σιωπηλός.
"Απάντησε μου, απάντησε σε αυτό που σε ρωτάω, είσαι σαν εκείνη που έφυγε και δεν λογάριασε τίποτα,αφήνοντας με πίσω της σαν να είμαι βάρος, σας είμαι βάρος;.....Για αυτό με αφήνεται; Δεν με θέλετε δεν με αγαπήσατε ποτέ σας;" τα δάκρυα μου ξεχειλούσαν στα μάγουλα μου, τα πόδια μου έτρεμαν. Ο κόμπος στο στομάχι μου με έδεσε, η αναπνοή μου με δυσκολία έβγαινε.
"Είσαι σαν εκέινη" η φωνή μου κόπηκε στα δύο. "Σαν εκείνη" συνέχησα, για μια ακόμη φορά δεν το χορούσε το μιαλό μου, η καρδία μου, από την μία στιγμή στην άλλη έχανα τα πάντα γύρω μου.
Δεν άντεχα. Δεν άντεχα να τον βλέπω μπροστά μου. Πήγα να φύγω.
"Δεν είμαι σαν εκείνη Μπέλλα-" στάθηκα στην μέση της κουζίνας, μη ξέροντας τι να κάνω. Να κάτσω να τον ακούσω τι έχει να πει μετά από αυτά που άκουσε ή να φύγω.
"Εγώ σε αγαπώ, είσαι ότι καλύτερο απέκτησα από εκείνη σε αγάπησα, σε κράτησα πρώτος στην αγκαλιά μου, βλέποντας τα καστανά μάτια μου στα δικά σου. Σε αγάπησα για αυτό που είσαι, για το θάρρος που έχεις, την δύναμη σου. Σε έβγαλα από την κόλαση που βιώναμε και οι δύο από εκείνη, δεν θα σε αφήνω ούτε τώρα, ούτε ποτέ καρδία μου" τα δάκρυα μου ακόμη τρέχανε από τα λόγια του.
Γύρισα σιγά, σιγά το κεφάλι πάνω από τον ώμο μου. Τα καστανά μάτια του λαμπύριζαν στις άκρες τους. Ο Καρλαιλ σπάνια εκδηλονότανε συναισθηματικά. Γύρισα ολόκληρη κοιτάζοντας τον. Έβλεπα στα μάτια του, τον εαυτό μου, του έχω μίασει σε όλα σχεδόν. Τον αγαπούσα, με προστάτευε από τα λάθη του.
"Έλα έδώ μικρό τερατάκη μου" μου είπε όπως με φώναζε μικρή. Δεν έχασα ευκαιρία έπεσα στην ασφαλή αγκαλία του, εκεί όπου κανείς δεν θα με πλήγωνε, δεν θα με άφηνε και η απόσταση ακόμα δεν θα μας χώριζε, όχι δεν ήταν σαν εκείνη.
Αν δεν με αγαπούσε, θα με άφηνε στην τύχη μου, δεν το έκανε όμως με κράτησε κόντα του. Με αγαπάει, έγινε μανά και πατέρας για να με μεγαλώσει.
Ίσως η ζωή μου δεν ήτανε τόσο άθλια, ίσως αυτές οι μικρές αλλάγες να μας βοηθούσαν να βρούμε τους εαυτούς μας, να βγούμε από την θλίψη που άφησε πίσω της η Έσμι.
Οι αλλάγες στην ζωή μου ήτανε αποτρόπαιες, αλλές καλές άλλες άσχημες, όμως έμαθα, στάθηκα στα πόδια μου, βρήκα μια δύναμη που δεν έιχα ανακαλύψει μέσα μου.
Η ζωή μου μόλις τώρα ξεκινάει.
Με λένε Ιζαμπέλλα Κάλλεν, οι γονέις μου είναι χωρισμένοι, μένω με το πατέρα όπου σε λιγο καιρό θα φύγει. Έχω μια παρέα όπου με αγάπαει και ένα αγόρι που με στιρήζει.
Καλώς ήρθατε στο νέο μου ξεκίνημα, στην αρχή μιας νέας χαραυγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου