Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Secret Hidden Desires




Ο έρωτας έχει κάτι το τόσο χαρακτηριστικό, που δεν μπορούμε να το κρύψουμε  όταν υπάρχει ούτε να τον προσποιηθούμε όταν δεν υπάρχει.

Μαρκησία de Sable 

Πρόλογος.


Έλα Μπέλλα μπορείς να τα καταφέρεις,Μπορείς,μπορείς επανάλαμβανα ξανα και ξανά παίρνοντας βαθίες ανάσες.Άνοιξα τα βλέφαρα μου και το διαγώνισμα Μαθηματικών ήτανε μπροστά μου.Εξισώσεις πρωτού βαθμού.Εύκολο.Πήρα το  στυλό δάγκωσα την άκρη του και άρχιζα να λύνω τις εξισώσεις με άνεση σαν μια έκθεση που έγραφα πάντα.Μαθηματικά,το χειρότερο μάθημα αλλά είμαι καλή όχι μόνο καλή η καλήτερη για να λέμε του στραβού του δίκιο.Γενικώς σε όλες την υποχρεώσεις μου ήμουνα τύπος και υπογραμμός δεν άφηνα τίποτα στο δρόμο μου.

Μου άρεσε να είμαι σωστή και όλοι να λένε.

"Τι υπέθευνο κορίτσι είσαι Μπέλλα!"

Καθώς έλυνα το διαγώνισμα τον μαθηματικών  στο μιαλό μου ήρθε ο πατέρας μου.Ο Καρλαίλ.Κόρη γνωστού καρδιολόγου στο Λονδίνο μαλλόν εκείνος στο Λονδίνο και εγώ στην Ελλάδα.Η μητέρα μου χωρισμένη εδώ και δύο χρόνια με τον Καρλαίλ λόγο της δουλείας του.Πάντα τον θυμώμουνα να αγνοεί την Έσμι για την δουλεία για εμένα πάντα είχε χρόνο δεν έκανα παράπονα για την δουλεία του.Η Έσμι έφυγε και εκείνη για τον Λονδίνο όπου κατάγεται.
Έγραψα το τελευταίο αριθμό τελειώνοντας το διαγώνισμα.Σήκωσα το βλέμμα μου κοιτάζοντας το χοντρό γεμάτο ριτύδες κύριο Αλέξανδρο.Στράφηκα προς την υπόλοιπη τάξη όλοι σχεδόν έγραφαν εκτός απο την Άλις και την Ρόζαλι.Η Άλις μου έκανε νοήμα δείχνοντας μου το άγραφο διαγώνισμα.Έριξα μια κλεφτή ματία στο χοντρό και διακριτηκά σήκωσα την κόλλα μου και την έδωσα στην Άλις που καθότανε στο διπλανό θρανίο.Την στιγμή που το πήρε με ανακούφιση που δεν μας έπιασε ο καθηγητής άρχιζε να αντιγράφει την λύσεις.

Έβαλα τα χέρια μου επάνω στο θρανίο και ακούμπησα το σαγόνι μου επάνω.Θαύμαζα τον εαυτό μου και τις δυνατότητες που έχω στα μαθήματα.

Δημοφιλής,Άριστη μαθήτρια και το καλήτερο,έχω τον πιο κούκλο του σχολείου.Τον Ντέιμον.Ψηλός με γαλανά μάτια,μαύρα μαλλία.Το απόλυτο αγόρι.

Με λένε Μπέλλα Σουάν.Είμαι δεκαεπτά χρονών,παώ τρίτη λυκείου σε ένα ιδιωτικό σχολείο που όλοι οι μαθητές ακόμη και οι καθαρίστριες που με ξέρουν.Όλοι με θαυμάζουν.Είναι φυσηκό γιατί με λατρέυουν,εκτός απο άριστη μαθήτρια είμαι  πάντα καλά ντυμένη.
Όλα αύτα ήμουνα μέχρι να δω εκείνον.Είμαι ερωτεύμενη με ένα εντελώς ακατάλληλο άτομο που για πρώτη φορά δεν με θαυμάζει ή μάλλον να το πω την αλήθεια εκείνο το άτομο δεν με ξέρει καν αυτό που θέλει να ξέρει είναι την μυστική επιθυμία που έχω για εκείνον.

Το όνομα του.

Έντουαρντ Κάλλεν.


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Α3-Λαβύρινθος





Αγάπη είναι η λαχτάρα της καρδιάς να φανερώσει όλα τα μυστικά της και να πάρει για όλα συχώρεση.
Van Dyke

"Α3-Λαβύρινθος"

Έλενα

"Άφησε με" ούρλιαξα σε όλο το δωμάτιο. Άνοιξα την πόρτα κατεβαίνοντας με γρήγορο βήμα τα σκαλιά νιώθοντας την ανάσα μου να κόβεται στα δύο. Η σκιά με ακολοθούσε σε κάθε βήμα μου, δεν με άφηνε .Προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα της εξόδου που βρήκα μπροστά μου και ενώ οι παλάμες μου έκλεισαν γύρω από το χερούλι, το γυρνούσα αλλά η πόρτα ήτανε κλειδωμένη." Όχι,όχι,όχι" Το μυαλό μου γύριζε. Τα δάκρυα μου κυλούσαν στα μάγουλα μου, το σώμα μου έτρεμε ενώ βήματα ακούστηκαν στις σκάλες .Ξεροκατάπια με δυσκολία, έτρεξα με αθόρυβα βήματα προς το σαλόνι. Άρχισα να ψάχνω στα γρήγορα για ένα κοντινό παράθυρο.Στα δεξιά μου οι κουρτίνες να κάλυπταν το φως του φεγγαριού. Πλησίασα τραβώντας τις κουρτίνες ψάχνοντας το σύρτη του παραθύρου. Τα δάχτυλα μου έτρεμαν προσπαθώντας να το ανοίξω και ένα κλαψούρισμα ξέφυγε μέσα από τα χείλη μου. Τα βήματα του σταμάτησαν στον διάδρομο.

Ανέβασα το σύρτη προς τα πάνω, πήγα να ανεβάσω το παράθυρο όταν ένιωσα τα δάχτυλα του να κλείνουν το στόμα μου καλύπτοντας την κραυγή μου. Τα χέρια του έκλεισαν γύρω από το κορμί μου ενώ προσπαθούσα να ξεφύγω… Τραβούσα το σώμα μου μπροστά αλλά το σφιχτό του κράτημα δεν με άφηνε περιθώρια.

Με τράβηξε προς τα πίσω."Έλενα ξύπνα ένας εφιάλτης είναι ,ξύπνα" έλεγα ξανά και ξανά στο ευατό μου. Τα χείλη του κυλούσαν επάνω μου σχίζοντας στα δύο το κορμί μου διαλύοντας με. Ξαφνικά ένιωσα να παίρνω τον έλεγχο του κορμιού μου. Τα ζεστά σεντόνια μου ξύπνησαν το κορμί μου, ο ιδρώτας με τύλιξε, τα μαλλιά μου κολλούσαν επάνω στο μέτωπο μου και τα α χέρια του με έσφιγγαν δυνατά.

"Άφησε με" η φωνή μου χανότανε μέσα στο ίδιο μου το σώμα. Ένα χέρι με κράτησε σφιχτά. Μια φωνή έκαναν τα βλέφαρα μου να πεταρίσουν απότομα. Στην αρχή μια θολούρα με είχε καταλάβει από τον εφιάλτη. Το πρώτο που ένιωσα ήταν η παρουσία του Έντουαρντ. Ανασίκωσα το κορμί μου προς τα πάνω, προσπαθώντας να διαχωρίσω την πραγματικότητα με τον εφιάλτη μου. Οι εικόνες του ονείρου εμφανίστηκαν μέσα στο μυαλό μου.

"Έλενα;"η βελούδινη φωνή του ραγισμένη από την ανησυχία του.

Έβαλα τα χέρια μου στο μέτωπο μου ενώ τα δάκρυα μου κύλισαν, κλείνοντας τα βλέφαρα μου. Το σώμα του πλησίασε κοντά μου. Οι παλάμες του έκλεισαν γύρω από το πρόσωπο μου αναγκάζοντας με να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο.

"Είμαι εδώ μωρό μου" τα λόγια του κλόνισαν το μυαλό μου και οι εικόνες μου προκαλούσαν αηδία. Ακόμα αισθανόμουνα τα φιλία που άφηνε το τέρας.

"Έντουαρντ" τον αγκάλιασα σφιχτά, αφήνοντας τα δάκρυα μου να ξεχειλήσουν. Μου χάιδευε τα μαλλιά προσπαθώντας να με ηρεμίσει. Έσφιξα τα χέρια μου σε μπουνιές έχοντας το πουκάμισο του μέσα στις παλάμες μου.

"Τι είδες;" η ερώτηση του με ξάφνιασε. Ταυτοχρόνως με φόβιζε με ωθούσε πίσω προς στον πόνο.

"Τίποτα" ένευσα αρνητικά. Ανέβασα το βλέμμα μου κοιτάζοντας τον η έκφραση του παγωμένη, κενή. Τα χείλη του σχημάτισαν ένα ψεύτικο χαμόγελο δείχνοντας μου ότι είναι καλά ενώ από την αρχή είχα καταλάβει την προσποίηση του απέναντι μου. Έριξα την μάτια μου προς το ρολόι στο τείχο.11:30.Η νύχτα έξω είχε απλωθεί, μόνο τα εξωτερικά φώτα φώτιζαν το δρόμο έξω.

"Πόσες ώρες κοιμάμαι;" έβαλα το μυαλό μου να λειτουργήσει από την στιγμή που ήμουνα στην κουζίνα λέγοντας του να χωρίσουμε. Το σώμα μου τινάχτηκε επαναφέροντας στην γη ξανά στην στιγμή του τώρα.

Τα λόγια που το είχα πει, χάραξαν την καρδία μου .

"Το σωστό είναι να δώσω ένα τέλος τώρα"

Έσμιξα τα φρύδια μου. Γύρισα πίσω στην στιγμή εκείνη.

"Το σωστό είναι να δώσω ένα τέλος τώρα" του είπα χαράζοντας την καρδία μου. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε μπουνιές έχοντας στα πλευρά του με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν μιλούσα, παρέμεινα σιωπηλή παραμένοντας το ξέσπασμα του. Το σώμα του κινήθηκε για να φύγει. Με γρήγορα βήματα βγήκε από την κουζίνα. Κατέβηκα από το σκαμπό προσπαθώντας να το προλάβω.

"Έντουαρντ" του φώναξα. Σταμάτησε έχοντας το χέρι του στο χερούλι της εξόδου. Ένας χαμηλός ήχος γέλιου με έκανε να σαστίσω. Γύρισε λίγο το πρόσωπο του με ένα θανάσιμο χαμόγελο ενστικτωδώς έκανα μισό βήμα.

"Θέλεις να χωρίσουμε;" το γέλιο του μεγάλωσε, τα βλέφαρα μου άνοιξα διάπλατα. Τι γινότανε; Δεν καταλάβαινα την συμπεριφορά του που ήταν το αστείο. Έπαιζε με τα λόγια μου σαν μικρό παιδί.

"Το βρίσκεις αστείο;" το θάρρος μου ξεπήδησε από το πουθενά και τύλιξα τα χέρια γύρω μου. Έστριψε το σώμα του προς το μέρος μου. Η έκφραση μου είχε αλλάξει. Κοιτώντας το με σοβαρότητα αντιθέτως η δίκια του με ένα κύμα θυμού.

"Σου λέω ξεκάθαρα τι θέλω, τι νιώθω αλλά εσύ γελάς που είναι το αστείο Έντουαρντ....!!!?"του φώναξα. Τόνιζα τη κάθε λέξη μου βλέποντας τον να αλλάζει τα χείλη του να είναι μια ίσια γραμμή.

"Θέλεις να σου πω που είναι στο αστείο ή να σου δείξω" Τα λόγια του με τρόμαξαν, κάτι στον τόνο της φωνή του είχε αλλάξει, τον έβλεπα που πάλευε μέσα με τον ίδιο του τον εαυτό. Πήρα μια βαθιά ανάσα κοιτάζοντας τον.

"Είσαι τρελός" κατάφερα να πω έπειτα από λίγα λεπτά. Δεν ξαφνιάστηκε καθόλου με αυτό που του είχα πει σαν να το άκουγε κάθε στιγμή. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος μου.

"Φύγε,Έντουαρντ" βημάτισα ως την πόρτα και την άνοιξα δείχνοντας τον ότι το εννοούσα με κάθε έννοια. Με κοιτούσε στην αρχή με αγριεμένο ύφος αλλά κοιτάζοντας με στην κατάσταση που βρισκόμουνα, το κορμί μου άρχισε να τρέμει από την οργή και τα δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια μου. Ένιωθα αδύναμη μπροστά του δεν άντεχα να τον βλέπω να αλλάζει, να βλέπω έναν άλλον Έντουαρντ. Που πήγε ο άγγελος μου; Έσκυψε το βλέμμα του και ξεκίνησε να φύγει σταμάτησε στην ανοιχτή πόρτα.
Σήκωσε το χέρι του για να με πιάσει.

"Φύγε" του ψιθύρισα αδύναμα σκύβοντας το κεφάλι μου. Βγήκε έξω χωρίς να με κοιτάξει. Του έκλεισα την πόρτα στα μούτρα και ακούμπησα το κορμί μου επάνω της, ξεσπώντας χωρίς όρια, έβγαλα από μέσα όλο τον πόνο. Κύλισα το κορμί μου επάνω στην πόρτα τυλίγοντας τα πόδια γύρω από τον εαυτό μου. Γιατί να υποφέρω τόσο;

Στο μυαλό μου ήρθε η σκηνή της χθεσινής βραδιάς. Του είχα δώσει έναν ασημένιο σταυρό το πρώτο που σκέφτηκα ήτανε η έκφραση που πήρε βλέποντας τον σαν πολύτιμο δώρο από εμένα. Το χαμόγελο του να λάμπει κάνοντας τα πράσινα μάτια του να μαγνητίζονται σε κάθε βλέμμα που έριχνε προς το μέρος μου. Άκουγα το ξέσπασμα μου να καλύπτει την σιωπή, το κινητό μου να χτυπάει επάνω στο πάγκο της κουζίνας. Έβαλα δύναμη στο κορμί μου να σηκωθεί με κόπο από το πάτωμα και περπάτησα ως την κουζίνα, προσπερνώντας το κινητό που δεν έλεγε να σταματήσει. Άνοιξα δισταχτικά το συρτάρι που είχα βρει τα χάπια. Πήρα το μπουκαλάκι μέσα στην χούφτα μου και αφού έκλεισα το συρτάρι και βημάτισα προς το νεροχύτη, πήρα ένα ποτήρι και άνοιξα την βρύση και το νερό κύλισε από την βρύση με ορμή. Το γέμισα μέχρι την μέση.

Έπειτα από μερικά λεπτά βρισκόμουνα στο κρεβάτι μου κοιτάζοντας το κενό. Τα δάκρυα μου είχανε στεγνώσει επάνω στα κόκκινα μάγουλα μου. Γύρισα το καπάκι της επιφάνειας από το μπουκαλάκι , το άνοιξα και έβγαλα από αυτό δύο χάπια. Το μυαλό μου άδειο, το κορμί μου γεμάτο άγνωστα συναισθήματα. Χωρίς να σκεφτώ τίποτα άλλο έβαλα τα χάπια μέσα στο στόμα μου παίρνοντας το ποτήρι και ήπια τα χάπια μου .Δεν πέρασαν ούτε μερικά λεπτά και η επίδραση τους άρχιζε να ρέει σε κάθε σημείο του κορμιού μου, μια ελαφρά επίδραση με χαλάρωνε και με κόπο συγκρατούσα τα βλέφαρα μου ανοιχτά.

Ξάπλωσα προς τα πίσω το σώμα μου και το αισθανόμουνα σαν πούπουλο χωρίς κανένα βάρος μέσα μου. Οι χτύποι της καρδίας μου να χτυπάνε αργά-αργά. Έκλεισα τα βλέφαρα μου νιώθοντας το δάχτυλα μου, που συγκρατούσαν το ποτήρι, να χαλαρώνουν. Ο ήχος του να σπάει σε πολλά κομμάτια μου φαινότανε μακρινός μια μορφή είχα στο μυαλό μου.

Του νεκρού αδερφού μου."Μου λείπεις" ψιθύρισα μέσα από τα χείλη μου και το σκοτάδι με πήρε σε έναν ήσυχο ύπνο χωρίς κανέναν μόνο εγώ και ο Ματ.

Το βλέμμα μου είχε χαθεί στο απόλυτο κενό.

"Έλενα" τα χέρια του με ταρακούνησαν ξυπνώντας με από τις σκέψεις μου. Είδα το μπουκαλάκι με τα χάπια να είναι ακόμα στο κομοδίνο, τα γυαλιά από το σπασμένο ποτήρι είχαν εξαφανιστεί από το πάτωμα.

"Πως μπήκες;" τον ρώτησα γεμάτη περιέργεια. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε ως το ανοιχτό παράθυρο έχοντας ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του.

"Από το παράθυρο" αναφώνησα γεμάτη φρίκη. Πήγα να σηκωθώ αλλά ακόμα επίδραση από τα χάπια παρέμεινε στο σώμα μου. Ο Έντουαρντ πήρε το μπουκαλάκι στην παλάμη του έριξε μια ματιά και μετά εμένα. Το έσφιξε σφιχτά μέσα στην παλάμη του.

"Πήρες χάπια;" με κοίταξε άφωνος δεν τόλμησα να του απαντήσω ζάρωσα από φόβο .Χαμήλωσα το κεφάλι μου.

"Έλένα απάντησε μου;" κατέβηκε στο ύψος μου και τα χέρια του χάιδεψαν τα γόνατα μου παριγορητικά.
"Δεν-" σηκώθηκα από το κρεβάτι νιώθοντας το κορμί μου ακόμα ελαφρό σαν πούπουλο και στάθηκα στην μέση. Τον ένιωσα που με πλησίασε και με αγκάλιασε σφιχτά.

"Θέλεις να καταλήξεις στο νοσοκομείο" ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα μου από το σοκ που έπαθα ακούγοντας τον..Είχε δίκιο απόλυτα, δεν μπορούσα να κάνω ανοησίες αν με έχαναν οι γονείς μου δεν θα το άντεχαν. Κάλυψα το πρόσωπο μου μέσα στις παλάμες μου .Ένιωσα το Έντουαρντ να με κλείνει μέσα στην ζεστή αγκαλιά του δίνοντας μου δύναμη και παρηγοριά.

"Δεν ήθελα να..."την φωνή μου κάλυψε την κραυγή που έβγαλα από μέσα μου. Σφίχτηκα επάνω στον Έντουαρντ απελπισμένη από όλη αυτήν την κατάσταση. Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα βαθιά στα πράσινα μάτια του.

"Σε παρακαλώ μπορείς να φύγεις" τον έσπρωξα απαλά από κοντά μου και έμεινε με τα χέρια του στον αέρα. Η έκφραση του γεμάτη απορία από την ξαφνική μου αλλαγή.

"Θέλω λίγο χρόνο να ηρεμίσω θα σου τηλεφωνήσω αύριο στο υπόσχομαι" του είπα πλησιάζοντας ξανά προς το κρεβάτι μου. Κάθισα τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τα πόδια μου. Είχε μείνει να με κοιτάει σαν άγαλμα.

"Σε παρακαλώ" του είπα απαλά και ξάπλωσα πίσω στα μαξιλάρια. Έκλεισα τα βλέφαρα μου αγνοώντας τον ενώ τα βαριά βήματα του χτύπησαν επάνω στο ξύλινο πάτωμα και η πόρτα χτύπησε με δύναμη βγάζοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Γύρισα από την άλλη πλευρά τυλίγοντας τον εαυτό μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και έφερα πάλι στο μυαλό μου την εικόνα του χαμένου αδερφού μου.


*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~


Το πρωινό με τους γονείς μου ήτανε ήσυχο χωρίς να με ρωτάνε για τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου. Δεν ήθελα να τους πω τίποτα για τον Έντουαρντ και την νευρικότητα ή μάλλον την τρέλα που τον πιάνει χωρίς λόγο μερικές στιγμές, που φέρνω στο νου μου με την συμπεριφορά του με τρομάζει και ταυτοχρόνως με ανησυχεί πολύ. Από την άλλη μεριά η κοπέλα που μας κοιτούσε με μίσος, τα άψυχα μάτια της σαν να ήθελε να πει κάτι με αυτό που έδειχνε το πρόσωπο της αλλά δεν τολμούσε. Σε μία γωνία του μυαλού μου είχα σχεδιάσει να πάω να μιλήσω στην κοπέλα χωρίς κανένα εχθρικό σκοπό αντιθέτως με ένα φιλικό τόνο να μάθω για τον πόνο που εμφανίζεται στα μάτια της. Άφησα το ποτήρι με το γάλα επάνω στο πάγκο χωρίς να το πιω καν.

Κατέβηκα από το σκαμπό και κατευθύνθηκα προς τον διάδρομο. Συνάντησα την μητέρα μου να κρατάει τα πλυμένα ρούχα στα χέρια της. Με εξιχνίασε από πάνω προς το κάτω.

"Θα πας πουθενά;" ρώτησε με απαλή φωνή.

"Ναι"τα ης απάντησα ξερά παίρνοντας το τσαντάκι μου , περνώντας γύρω από το ώμο μου.

"Που;" ακούμπησα την λεκάνη επάνω στο πάγκο της κουζίνας. Την ακολούθησα την κουζίνα στάθηκα στην κουκέτα την πόρτας.

"Χρειάζομαι μια βόλτα" της απάντησα… Η έκφραση της ήταν γεμάτη ανησυχία με κοιτούσε.

"Δεν θα αργήσω" της υποσχέθηκα γεμάτη αγάπη να δείχνει το βλέμμα μου. Ένευσε καταφατικά κι συνέχισε την δουλειά που είχε αφήσει. Προχώρησα προς την πόρτα και την άνοιξα.
Ο καιρός ηλιόλουστος.Ο ήλιος έλαμπε σε όλο τον ουρανό και οι αχτίνες του έπεφταν σε κάθε σημείο της γειτονιάς. Σκιές σχηματιζόντουσαν από τα φυλλώματα τον δέντρων όπου έπεφταν επάνω στα πεζοδρόμια. Κατέβηκα τα σκαλάκια βηματίζοντας στον απέναντι πεζοδρόμιο. Είχα σκοπό να πάω σε ένα μέρος που απόφευγα να πηγαίνω. Κάνεις τα πάντα να αποφύγεις μια δυσάρεστη στιγμή από το παρελθόν σου που σε έχει στιγματίσει για το παρόν μέχρι στο σύντομο μέλλον σου. Απο την ημέρα που έχασα τον Ματ όλα είναι δύσκολα ακόμα και τα πιο μικρά λάθη ή καυγάδες ξεσπάω η πληγή παρέμεινε ανοιχτη.

Δύο χρόνια.

Δύο χρόνια είχανε περάσει από το δυστύχημα του με το αυτοκίνητο, που έπεσε από την γέφυρα. Κάποιος άχρηστος, κάποιος που τον μισούσε τόσο πολύ του αφαίρεσε την ζωή του. Του έκοψε τα φρένα από αυτοκίνητο και η αστυνομία από τα στοιχεία που μάζεψε ήτανε ξεκάθαρο για στημένο ατύχημα ενώ ο δολοφόνος κυκλοφορούσε ελεύθερος. Αν είχα την ευκαιρία να τον συναντήσω θα τον πλήρωνε με το πιο αργό και βασανιστικό τρόπο να βλέπω στα μάτια να υποφέρει για τον πόνο που μου προκάλεσε σε εμένα και στους γονείς μου. Δεν θα αντιστεκόμουνα, θα τον βασάνιζα με κάθε τρόπο.

Η καρδία μου χτυπούσε τόσο δυνατά έτοιμη να βγει από το στήθος από τον πόνο της απώλειας και του κενού. Με κάθε δύναμη μέσα μου, έδιωξα τις φριχτές σκέψεις μου. Και σήκωσα την μάτια μου ψηλά, είχα φτάσει στην αγορά. Πήγα να προσπεράσω το ανθοπωλείο όταν με τράβηξαν τα λεύκα τριαντάφυλλα που ήτανε μέσα στο βάζο. Μια γριούλα εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου.Τα γκρίζα μαλλιά της πετούσαν σε κάθε μέρος του κεφαλιού της και οι ρυτίδες της κάτω από τα μάτια την έκαναν γλυκιά.

"Θα ήθελες κάτι κορίτσι μου;" έριξε μια ματιά προς τα λευκά τριαντάφυλλα και έπειτα ξανά γύρισα προς την γριούλα.

"Θα ήθελα τα λευκά τριαντάφυλλα" πάντα τα λάτρευα τα λεύκα τριαντάφυλλα ήτανε τα αγαπημένα μου χάρης στον Ματ που στα δεκαπέντε μου είχε φέρει ένα μπουκέτο από αυτά.

"Αμέσως να σου τα τυλίξω" πλησίασε προς την γλάστρα και πήρε τα λευκά τριαντάφυλλα .Έπειτα από μερικά λεπτά βρισκόμουνα έξω από την μεγάλη σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου. Ο αέρας φυσούσε απαλά περνώντας στο πέρασμα του τα φθινοπωρινά φύλλα. Ο αργός χτύπος της καρδία μου, μου προκαλούσε οδυνηρές σκέψεις. Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Βημάτισα σιγά σιγά προς το σημείο της ταφόπλακας που βρισκότανε ο αδερφός μου. Κρατώντας στα χέρια μου τα λουλούδια, σε κάθε βήμα μου η εικόνα του Ματ ερχότανε όλο και πιο κοντά και το χαμόγελο του γεμάτο αγάπη να με αγκαλιάζει σφιχτά τραγουδώντας μου το αγαπημένο τραγούδι μου. Μόλις πέντε χρονών με πήγε σε ένα μικρό λούνα Παρκ, με ανέβασε στο μήλο και να κλαίω συνέχεια από την μεγάλη απόσταση που απείχε το έδαφος. Προσπαθούσε να με πάρει στην αγκαλιά του να με ηρεμίσει αλλά δεν κατάφερνε τίποτα.

Το ξέσπασα μου έφτασε στην επιφάνεια, το τρέμουλο πέρασε από όλο μου το κορμί λυγίζοντας το. Έπεσα κάτω κοιτάζοντας το όνομα του που είχανε χαράξει. Οι αναμνήσεις την ζωή μας χάθηκαν στο απέραντο κενό τρυπώντας την καρδία, ο πόνος κυλούσε μέσα μου, έρρεε μέσα στο αίμα μου.

Έσφιξα τα τριαντάφυλλα στην αγκαλιά μου. Με κάθε τρόπο πάλευα να τον νιώσω, να είναι κοντά μου. Ο ήχος του πόνου έσπαγε την απόλυτη σιωπή γύρω μου. Με τα δάχτυλα μου σκούπισα τα δάκρυα.
Έπνιξα τον πόνο της απώλειας του, της μοναξιάς και ακούμπησα κοντά στην ταφόπλακα του τα λευκά τριαντάφυλλα. Τα χείλη μου ανασηκώθηκαν σχηματίζοντας ένα μικρό, αδύναμο χαμόγελο.

"Μου λείπεις" η φωνή μου ράγισε προσπαθώντας να παλέψω ξανά με τον πόνο. Σαν βρισκότανε μέσα μου ένας δαίμονας που με βασάνιζε. Το μισούσα όλον αυτόν τον πόνο μέσα μου, μακάρι να ήτανε κάποιος τώρα και να έσχιζε τον στήθος μου παίρνοντας την καρδία μου. τις αναμνήσεις με τον Ματ, το δυστύχημα του που το έμαθα σε εκείνο το καταραμένο τηλεφώνημα. Εκείνη την ημέρα είχα σχεδιάσει μια μικρή έκπληξη. Έδιωξα από το μυαλό μου την ημέρα του θανάτου του. Το αεράκι φύσηξε κάνοντας τα μαλλιά μου να ανεμίσουν και να σηκωθούν.

Ύψωσα το βλέμμα μου κοιτάζοντας τα δέντρα που έγερναν προς το βορρά. Κάποια σύννεφα κάλυψαν τον ήλιο εξαφανίζοντας την ηλιόλουστες αχτίνες.
Κάποια βήματα πάτησαν τα πεσμένα φύλλα. Ίσως να ήτανε κάποιος που ήθελε να θρηνήσει. Σήκωσα το χέρι μου και χάιδεψα τα χαραγμένα γράμματα του ονόματος του. Έριξα μια σύντομη ματιά στα τριαντάφυλλα.

"Ελπίζω να σου αρέσουν;" είπα τα τελευταία λόγια. Ανασηκώθηκα από το έδαφος όπως πήγα να γυρίσω, είδα κάποιον δεν πρόλαβα να δω αμέσως και τραβήχτηκα πίσω. Το πρόσωπο του Έντουαρντ καθηλώθηκε επάνω μου.

"Τι δουλεία έχεις εδώ;" η απότομη αλλαγή της συμπεριφοράς μου άλλαξε. Τι στο καλό έκανε εδώ; Πως ήξερε που ήμουνα;

"Σε ακολούθησα "είπε απλά με σοβαρότητα. Έσμιξα τα φρύδια μου κοιτάζοντας τον. Τι είπε;
Σταμάτησα να λειτουργώ, το μυαλό μου κόλλησε και έμεινα στην θέση μου παγωμένη. Με ακολούθησε από το σπίτι μέχρι το νεκροταφείο. Τι διάολο σκεφτότανε;

"Έντουαρντ πραγματικά συμπεριφέρεσαι πολύ-"

"Πειράζει που ανησυχώ για εσένα;" προσπάθησα να ηρεμίσω πλησιάζοντας τον. Τα πράσινα μάτια του φανέρωναν την ειλικρίνεια του. Έλεγε την αλήθεια.

"Όχι δεν πειράζει αλλά θα προτιμούσα να ερχόσουνα μαζί μου όχι να με ακολουθείς" δάγκωσα τα χείλη μου σε μια στιγμή.

"Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω απλώς-" είπε ενώ έπεσα στην αγκαλιά του. Με κράτησε σφιχτά χωρίς να ολοκληρώσει την πρόταση του. Άρχιζα να κλαίω χωρίς περιορισμούς ,τα ρίγη διαπερνούσαν όλο μου το κορμί. Τα χέρια του με αγκάλιαζαν γεμάτα ασφάλεια και αγάπη. Ένιωθα τόσο μπερδεμένη σαν κουβάρι. Κάθε πόρτα ήτανε κλειστή όταν πήγαινα να την ανοίξω και να βρω την λύτρωση από τον πόνο μέσα μου.

"Μην με αφήσεις" του ψιθύρισα και μείναμε αγκαλιασμένοι σαν ένα.

*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~

Παραμέρισε κάποιες τούφες από το πρόσωπο μου .Το χαμόγελο του ζέστανε την καρδία μου διώχνοντας το πόνο από κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Ανασηκώθηκα από το κρεβάτι. Βρισκόμουνα στο δωμάτιο του δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι και να με έβλεπαν οι γονείς μου σε αυτή την κατάσταση. Θα τους ανησυχούσα ακόμα περισσότερο. Ακόμα προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν το θάνατο του Ματ, αν με έβλεπαν έτσι θα ήταν χειροτέρα τα πράγματα.

"Είσαι καλύτερα;" με πλησίασε βάζοντας το χέρι του από την άλλη πλευρά του σώματος μου. Ένευσα ήρεμα. Το πρόσωπο του χαμήλωσε προς τα χείλη μου. Ήμασταν μόνοι σπίτι η Άλις θα γυρνούσε το βράδυ να φάμε όλοι όπως παλιά. Οι γονείς του έλειπαν για δύο μέρες.

Η παρουσία του στην ζωή μου με έκανε να υπάρχω, να αναπνέω ξανά και η καρδία μου να χτυπάει κάτω από το στήθος νοιώθοντας τα χείλη του να τρίβονται επάνω στα δικά μου. Ο Ματ πάντα ήθελε να είμαι ευτυχισμένη, να χαμογελάω .Τον ένιωθα ότι κάπου εκεί ψηλά με πρόσεχε σαν φύλακας άγγελος. Δεν μπορούσε να καλύψει τον πόνο αλλά όπως μου είπε και ο Έντουαρντ όταν ήμασταν αγκαλιασμένοι.

"Μπορεί να μην είναι εδώ αλλά πίστεψε εκεί που είναι θα σε προσέχει, θα χαμογελάει όταν χαμογελάς, θα στεναχωριέται όταν θα σε βλέπει πως η απώλεια του σου φέρνει πόνο. Δεν αντέχει να σε βλέπει να πονάς. Κάντο για εκείνον."

Τα λόγια του εκείνη την στιγμή γέμισαν όλο μου το κορμί. Ένιωσα τόση αγάπη για εκείνον και ξέχασα όλες την δυσάρεστες στιγμές από τα χθεσινά. Σήκωσα το κορμί μου και ανέβηκα από πάνω του. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ μου να κάνω έρωτα με κάποιον αυτό το διάστημα. Είχα πολλές ευκαιρίες αλλά τραβιόμουνα προς τα πίσω φοβισμένη μην νιώσω και άλλο έναν πόνο. Ο Έντουαρντ ήτανε ο κατάλληλος για το επόμενο βήμα μου να με λυτρώσει από κάθε πόνο, να με γεμίσει αγάπη σε όλο μου το κορμί και να με πάρει μαζί του από την κόλαση στον παράδεισο.

Τα χέρια του έκλεισαν γύρω από την μέση μου. Τα χείλη μας ενωμένα ανταπόδιδαν αγάπη. Κύλισα τα δάχτυλα μου προς το πρόσωπο του. Απομάκρυνα σιγά σιγά τα χείλη μου από τα δικά του. Τόση αγάπη, τόση ευτυχία μέσα στα σμαραγδένια μάτια του .Ξαφνικά ένιωσα τι θα πει αγάπη.

Δεν υπάρχει τέλεια αγάπη αλλά αληθινή. Καμία αγάπη δεν ταιριάζει τόσο αληθινά και να σε κάνει να θέλεις να σπάσεις από όλο αυτό. Όταν το να κοιτάς να βλέπεις τον ίδιο σου τον εαυτό, το άλλο μισό εαυτό σου. Ήμουν εκατό τις εκατό σίγουρη για τα συναισθήματα μου. Από εκείνη την βραδιά που χορέψαμε ένιωσα τα πρώτα σημάδια της αγάπης στη ραγισμένη μου καρδία.

Όλα έγινα τόσο γλυκά, αργά δεν βιαστήκαμε να νιώσουμε ο ένας τον άλλον αντιθέτως ανταλλάζαμε χαμόγελα, τρυφερά φιλία που σπάνια θα συναντούσα σε ένα αγόρι. Δεν δίστασα να συνεχίσω απλώς από ένστικτο και από την καθοδήγηση του Έντουαρντ να με βοηθάει σε κάθε βήμα. Τα κορμιά μας ενωμένα ταίριαζαν απόλυτα στις κινήσεις μας. Στην αρχή έμεινα παγωμένη, η καρδία μου κόπηκε στα μέση από έναν μικρό δισταγμό Ο Έντουαρντ με κοίταξε στα μάτια βαθιά μέσα στην ψυχή μου.

Σαν να έλεγε."Μην φοβάσαι είμαι εγώ εδώ μαζί θα νιώσουμε την αγάπη μας".

Άφησα στην άκρη το δισταγμό μου και απολαύσαμε την αγάπη μας. Οι κινήσεις μας αργές, ο ένας ακολουθούσε τον άλλον. Η καρδία μου γέμιζε από ευτυχία και ο πόνος χανότανε, κάνοντας το κορμί μου να ζωντάνευε ξανά.

Ποτέ μου δεν θα νιώσω ξανά πόνο. Ο άνθρωπος, που με αγαπούσε με έκανε ευτυχισμένη, με έκανε να νιώσω μια αγάπη που δεν είχα βιώσει, ήτανε εδώ και θα παραμείνει κοντά μου.

Για πάντα.